Λουκ. ΙΒ', 16-21 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. Νεοελληνική απόδοση Είπε μάλιστα μια παραβολή προς αυτούς, λέγοντας: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου κάρπισαν τα χωράφια με ευφορία. Και διαλογιζόταν μέσα του, λέγοντας: “Τι να κάνω, επειδή δεν έχω πού να συνάξω τους καρπούς μου”; Και είπε: “Αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες και θα συνάξω εκεί όλο το σιτάρι και τα αγαθά μου, και θα πω στην ψυχή μου: ‘ Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που κείτονται για έτ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές