καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Νεοελληνική απόδοση
Και του αποκρίθηκε ένας από το πλήθος: «Δάσκαλε, έφερα το γιο μου προς εσένα, που έχει πνεύμα άλαλο.
Και όπου τον κατακυριέψει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται. Και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν».
Εκείνος τους αποκρίθηκε και λέει: «Ω γενιά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον προς εμένα».
Και τον έφεραν προς αυτόν. Και όταν τον είδε το πνεύμα, ευθύς τον σπάραξε δυνατά και, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας.
Και ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του: «Πόσος χρόνος είναι που αυτό του έχει γίνει;» Εκείνος απάντησε: «Από την παιδική ηλικία.
Και πολλές φορές τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά, για να τον σκοτώσει. Αλλά αν κάτι δύνασαι, βοήθησέ μας και σπλαχνίσου μας».
Τότε ο Ιησούς του είπε: «Λες το “αν δύνασαι”! Όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει».
Ευθύς έκραξε ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και έλεγε: «Πιστεύω. Βοήθα με στην απιστία».
Όταν είδε τότε ο Ιησούς ότι εκεί έτρεχε και μαζευόταν πλήθος, επιτίμησε το πνεύμα το ακάθαρτο λέγοντάς του: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω, έξελθε από αυτόν και μην εισέλθεις πια σ’ αυτόν».
Και αφού έκραξε και σπάραξε πολύ, εξήλθε. Και έγινε σαν νεκρός, ώστε οι περισσότεροι να λένε ότι πέθανε.
Αλλά ο Ιησούς, αφού κράτησε το χέρι του, τον σήκωσε και στάθηκε όρθιος.
Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο, οι μαθητές του τον επερωτούσαν ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δε δυνηθήκαμε να το βγάλουμε;»
Και τους είπε: «Αυτό το γένος δε δύναται να εξέλθει με τίποτα παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
Και αφού εξήλθαν από εκεί, πορεύονταν διαμέσου της Γαλιλαίας, και δεν ήθελε να το γνωρίσει κανείς.
Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και, αφού σκοτωθεί, μετά τρεις ημέρες θα αναστηθεί».
Ερμηνεία, π. Χερουβείμ Βελέτζα
Τη δύναμη της πίστεως, της προσευχής και της νηστείας μας διδάσκει σήμερα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μέσα από τη θεραπεία του δαιμονιζόμενου παιδιού που μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Του παιδιού που από μικρό το είχε καταλάβει το πονηρό πνεύμα και συχνά απειλούσε ακόμα και την σωματική του ακεραιότητα, μιας που ο μισόκαλος διάβολος δεν αρκούνταν μόνο στη ζημιά που έκανε στην ψυχή του, αλλά το ωθούσε πότε στη φωτιά και πότε στο νερό, για να το φονεύσει. Ο πατέρας του απευθύνθηκε στους μαθητές του Χριστού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Και ο Κύριος, αφού προηγουμένως στηλίτευσε την απιστία των μαθητών Του, λέει στον πατέρα του παιδιού “αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά για εκείνον που πιστεύει”. Κι εκείνος απαντά “πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία μου”. Τότε ο Ιησούς έδιωξε το ακάθαρτο πνεύμα από το παιδί, και αργότερα, στην ερώτηση των μαθητών Του για τη δική τους αδυναμία, απάντησε ότι “τούτο το γένος δεν μπορεί με τίποτε άλλο να εκδιωχθεί, παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία”.
Διαπιστώνουμε μια φαινομενική αντίθεση ανάμεσα στα όσα λέει ο Χριστός στην αρχή, που αφήνει να εννοηθεί ότι δεν είχαν αρκετή πίστη για να διώξουν το δαιμόνιο, και στα όσα λέει στους ίδιους μετά, ότι για να το κατορθώσουν χρειάζεται προσευχή και νηστεία. Στην ουσία όμως δεν αποτελούν αντιφατικές προτάσεις, αλλά τρόπον τινά μας δείχνει ο Χριστός ποιος είναι ο τρόπος για την ενίσχυση της πίστεώς μας. Η νηστεία δηλαδή και η προσευχή αποτελούν τα στοιχεία εκείνα, τα πνευματικά αγωνίσματα, μέσα από τα οποία ενισχύεται η πίστη, γίνεται πιο καθαρή, πιο σταθερή, πιο δυνατή, πιο αποτελεσματική.
Πρώτη θέτει ο Χριστός την νηστεία. Κάνοντας έναν εύστοχο παραλληλισμό, οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι όπως η παράβαση της νηστείας έδιωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισο, έτσι και η νηστεία έχει τη δύναμη να φέρει και πάλι τον άνθρωπο κοντά στο Θεό. Διότι η νηστεία για τον χριστιανό δεν είναι ένα σωματικό αγώνισμα, αλλά πνευματικό. Δεν αποστρέφεται κάποιες τροφές ως “ακάθαρτες”, διότι τα πάντα ο Θεός τα δημιούργησε καλά λίαν. Αλλά απέχει συνειδητά από ορισμένες κατηγορίες τροφών, με απώτερο σκοπό να δαμάσει τις επιθυμίες του, κάνοντας αρχή από την πιο απλή, που είναι η επιθυμία για τροφή, και για ικανοποίηση της γεύσεως. Έτσι, μαθαίνει σταδιακά να μην υποτάσσεται στις επιθυμίες του σώματος, και παράλληλα να επιθυμεί τα πνευματικά πράγματα, τις αρετές, όλα εκείνα που αρέσουν στον Θεό και τρέφουν την ψυχή του ανθρώπου.
Ως φυσική συνέχεια ακολουθεί η προσευχή. Από τη στιγμή που έχουμε αρχίσει να τιθασεύουμε τις σωματικές μας επιθυμίες και να επιθυμούμε τα πνευματικά, η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναζήτηση των πνευματικών δωρεών, το αίτημά μας προς τον Θεό για την χορήγησή τους. Μέσα από την προσευχή η ψυχή του ανθρώπου συνομιλεί με Εκείνον που τελικά επιθυμεί, ζητά το έλεος του Θεού, την συγχώρεσή Του, την βοήθειά Του, την προστασία Του ενάντια στους πειρασμούς, την εκπλήρωση της κοινωνίας με τον Τριαδικό Θεό, την αγάπη προς τον πλησίον.
Με τον τρόπο αυτό, τόσο η νηστεία όσο και η προσευχή τροφοδοτούν την πίστη προς τον Θεό και την ενδυναμώνουν. Αν προχωρήσουμε λίγο ακόμα, θα διαπιστώσουμε ότι και η πίστη με τη σειρά της γίνεται η κινητήρια δύναμη για την προσευχή και για τη νηστεία, αφού ουσιαστικά χωρίς πίστη η μεν νηστεία γίνεται μια μηχανική αποχή από τροφές, η οποία δεν προσφέρει τα πνευματικά αγαθά που περιγράψαμε, η δε προσευχή αποτελεί μια απλή τυπολατρία χωρίς περιεχόμενο, εφόσον δεν μπορούμε να διαλεγόμαστε με κάποιον στον οποίο δεν πιστεύουμε. Χωρίς πίστη, ολόκληρη η ζωή μας χάνει το ουσιαστικό της νόημα και γίνεται μια καθημερινότητα ατέρμονη, άγευστη, βαρετή. Χωρίς πίστη η κάθε μας ημέρα περιστρέφεται μονάχα γύρω από το τί θα φάμε και τί θα πιούμε, πώς θα αποκτήσουμε περισσότερα υλικά αγαθά και πώς θα επιβληθούμε γύρω μας, ανεξάρτητα από τις συνέπειες των πράξεών μας.
Η πίστη, αντίθετα, είναι εκείνη που προκαλεί το θαύμα, την επέμβαση του Θεού, την αλλαγή στη ζωή μας, την Ανάσταση από τον πνευματικό θάνατο. “Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην απιστία μου”, παρακαλεί ο πατέρας της σημερινής περικοπής. Έχω την στοιχειώδη πίστη να αναγνωρίσω την θεότητά Σου και την δύναμή Σου να μεταμορφώσεις τα πάντα γύρω σου προς το καλύτερο. Αναγνωρίζω παράλληλα και την δική μου ανεπάρκεια. Ενίσχυσέ με, αύξησε την πίστη μου, διώξε τον πειρασμό, δώσε μου την ειρήνη Σου, ανάστησέ με από τα πάθη που νεκρώνουν την ψυχή μου. Αυτή ας είναι και η δική μας προσευχή, όχι μόνο τούτη την περίοδο της εντονότερης νηστείας και προσευχής, αλλά και κάθε ημέρα της ζωής μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου