Για τις Άγιες Νηστείες - Αββά Δωροθέου

Με τον Μωσαϊκό νόμο πρόσταξε ο Θεός τους Ισραηλίτες να ξεχωρίζουν κάθε χρόνο το ένα δέκατο από όσα θα αποκτούν (Αριθμ. 18) και να τα αφιερώνουν στον Θεό. Και κάνοντας αυτό, να παίρνουν ευλογία για όλα τους τα έργα. Έχοντας υπόψη τους αυτό οι άγιοι Απόστολοι, σκέφθηκαν και αποφάσισαν, για να βοηθήσουν και να ευεργετήσουν τις ψυχές μας, να μας παραδώσουν κάτι ακόμα υψηλότερο και τελειότερο. Δηλαδή να αφιερώνουμε στον Θεό το ένα δέκατο των ημερών της ζωής μας, για να ευλογούνται έτσι τα έργα μας και να παίρνουμε συγχώρεση κάθε χρόνο για τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Λογάριασαν λοιπόν και χαρακτήρισαν ως άγιες από τις τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες του χρόνου, αυτές τις επτά εβδομάδες των νηστειών. Και έτσι ξεχώρισαν επτά εβδομάδες. Αλλά, με την πάροδο του χρόνου, συμφώνησαν να προστεθεί σ’ αυτές και άλλη μια εβδομάδα. Αυτό έγινε, και για να προγυμνάζονται και να προετοιμάζονται όσοι πρόκειται να μπουν στο κοπιαστικό στάδιο των νηστειών, αλλά και για να τιμήσουν τον αριθμό των ημερών της αγίας Τεσσαρακοστής που νήστευσε ο Κύριός μας. Γιατί ,αν αφαιρέσουμε τα Σάββατα και τις Κυριακές, οι οκτώ εβδομάδες γίνονται σαράντα ημέρες,1 τιμώντας ξεχωριστά τη νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου, επειδή είναι πολύ ιερή και η μόνη ημέρα νηστείας ανάμεσα σ’ όλα τα Σάββατα του χρόνου. Οι δε επτά εβδομάδες, χωρίς τα Σάββατα και τις Κυριακές, γίνονται τριάντα πέντε ημέρες. Αν προστεθεί λοιπόν και η νηστεία του Μεγάλου Σαββάτου και η μισή νύκτα της Λαμπρής, γίνονται τριάντα έξι και μισή ημέρες, που είναι ακριβώς το ένα δέκατο από τις τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες του χρόνου. Γιατί το ένα δέκατο του τριακόσια είναι το τριάντα, του εξήντα το έξι και του πέντε το μισό. Συμπληρώνονται λοιπόν τριάντα έξι και μισή ημέρες, όπως είπαμε. Αυτή είναι η «δεκάτη», όπως θα έλεγε κανείς, όλου του χρόνου, που μας καθιέρωσαν οι άγιοι Απόστολοι, για να γίνει αφορμή να καθαριστούμε, όπως είπαν, από τις αμαρτίες, που κάναμε ολόκληρο το χρόνο και για να οδηγηθούμε στη μετάνοια.

Μακάριος λοιπόν, αδελφοί μου, είναι όποιος φυλάει με επιμέλεια τον εαυτό του αυτές τις άγιες ημέρες. Γιατί και αν, ως άνθρωπος, έτυχε να πέσει στην αμαρτία, είτε από αδυναμία είτε από αμέλεια, όμως έδωσε ο Θεός τις άγιες αυτές ημέρες, ώστε, αν αγωνιστεί με πνευματική αγρύπνια και ταπεινοφροσύνη και φροντίσει τον εαυτό του και μετανοήσει, να καθαριστεί από τις αμαρτίες ολόκληρου του χρόνου. Έτσι λοιπόν αναπαύεται από το βάρος της αμαρτίας και προσέρχεται με καθαρή ψυχή την αγία ημέρα της Αναστάσεως και μεταλαμβάνει τα άγια μυστήρια, χωρίς να προκαλεί την κατάκριση του Θεού. Γιατί έγινε νέος άνθρωπος, με τη μετάνοια των αγίων τούτων νηστειών, και ζει με χαρά και πνευματική ευφροσύνη, γιορτάζοντας, με τη Χάρη του Θεού, και όλη την περίοδο έως την Κυριακή της Πεντηκοστής. Γιατί Πεντηκοστή είναι, όπως λέει, «ανάσταση ψυχής». Γι’ αυτό έχουμε και το συμβολικό έθιμο, προς τιμή της Αναστάσεως, να μη γονατίζουμε στην εκκλησία μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής.

Καθένας λοιπόν, που θέλει να καθαριστεί από τις αμαρτίες όλου του χρόνου με τη νηστεία αυτών των ημερών, πρέπει πρώτα – πρώτα να προσέχει τι θα τρώει, γιατί δεν είναι το ίδιο όλες οι τροφές. Επειδή το να τρώει κανείς αδιάκριτα κάθε τροφή, όπως λένε οι Πατέρες,2 προξενεί πολλά κακά. Παρόμοια, στη συνέχεια, πρέπει να φυλάει τον εαυτό του να μην καταλύει τη νηστεία χωρίς μεγάλη ανάγκη, να μην επιζητεί νόστιμα φαγητά, να μη βαραίνει το στομάχι του με πολλά φαγητά και ποτά. Γιατί είναι δύο είδη γαστριμαργίας. Πολλές φορές πολεμείται κανείς από τη νοστιμιά και δεν θέλει πάντα να τρώει πολλά φαγητά, αλλά θέλει τα νόστιμα. Και όταν αυτός τρώει φαγητό που του αρέσει, τόσο πολύ νικιέται από την ηδονή της νοστιμάδας, ώστε το κρατάει πολλή ώρα στο στόμα του, μασώντας το αρκετά και δεν αποφασίζει εύκολα να το καταπιεί, για να διατηρήσει την ηδονή που αισθάνεται. Τότε λέμε ότι αυτός έχει λαιμαργία. Άλλους δεν τους απασχολεί η ποιότητα, αλλά η ποσότητα της τροφής. Δεν θέλουν δηλαδή καλά φαγητά, ούτε ενδιαφέρονται για τη νοστιμιά. Αλλά, είτε καλά είναι είτε άσχημα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο, παρά μόνο για να τρώνε, οτιδήποτε και αν είναι αυτό που τρώνε, γιατί τους απασχολεί μόνο να γεμίσουν το στομάχι τους. Τότε λέμε ότι αυτοί έχουν γαστριμαργία. Και σας εξηγώ αυτούς τους δύο χαρακτηρισμούς «λαιμαργία»3 και «γαστριμαργία»4 . «Μαργαίνω στην κοσμική παιδεία σημαίνει χάνω την αυτοκυριαρχία μου και τη λογική μου, δηλαδή γίνομαι μανιακός σε κάποιο πάθος. Και «μάργος» λέγεται αυτός που τον έχει κυριεύσει κάποιο πάθος. Όταν λοιπόν παρατηρείται η ακατάσχετος και νοσηρή εκείνη επιθυμία του να θέλει κανείς να γεμίζει συνεχώς την κοιλιά του, τότε λέμε ότι έχουμε το φαινόμενο της γαστριμαργίας, από το «μαργαίνω την γαστέρα», που σημαίνει έχω τη μανία να γεμίζω το στομάχι μου (η κοιλιά μου με κάνει τρελλό). Όταν όμως συμβαίνει να έχουμε τη νοσηρή και ακατάσχετη επιθυμία να αισθανόμαστε διαρκώς την ευχαρίστηση στο λαιμό, τότε έχουμε το φαινόμενο της λαιμαργίας, από το «μαργαίνω το λαιμό», που σημαίνει έχω τη μανία της ηδονής του λαιμού.

Αυτά λοιπόν πρέπει να τα αποφεύγει με άγρυπνη φροντίδα, όποιος θέλει αν καθαριστεί από τις αμαρτίες του. Γιατί αυτά δεν ανταποκρίνονται σε ανάγκη του σώματος, αλλά προέρχονται από τα πάθη. Και αν κανείς τα ανεχθεί, εξελίσσονται σε αμαρτία. Είναι όπως ακριβώς ο νόμιμος γάμος και η πορνεία, γιατί η μεν πράξη είναι η ίδια, εκείνο όμως που τα κάνει να διαφέρουν είναι ο σκοπός. Ο μεν ένας συνάπτει σχέσεις για να κάνει παιδιά, ο δε άλλος για να ικανοποιήσει τη φιληδονία του. Το ίδιο συμβαίνει και με το φαγητό, γιατί την ίδια δουλειά κάνουμε και όταν τρώμε από ανάγκη και όταν τρώμε από ηδονή. Ο σκοπός είναι εκείνος που συνιστά την αμαρτία. Τρώει κανείς ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού του, όταν καθορίζει ο ίδιος πόσο θα τρώει κάθε μέρα. Παρακολουθεί δηλαδή αν του ήταν πολύ αυτό που όρισε να φάει ή πρέπει να αφαιρέσει λίγο, και αφαιρεί˙ ή αν δεν του ήταν αρκετό και εξαντλήθηκε και πρέπει να προσθέσει λίγο ακόμα, τότε προσθέτει. Έτσι σταθμίζει κανείς καλά τις ανάγκες του οργανισμού του και εφαρμόζει αυτό ακριβώς που καθόρισε, όχι για να ευχαριστηθεί από το φαγητό, αλλά για να δυναμώσει το σώμα του. Διότι και αυτό ακόμα που τρώει κανείς, οφείλει να το τρώει με προσευχή και να κατακρίνει τον εαυτό του με το λογισμό του, ότι είναι ανάξιος να δέχεται οποιαδήποτε παρηγοριά. Δεν πρέπει δε να προσέχει αν κάποιος άλλος τρώει κάτι ιδιαίτερο – επειδή φυσικά είναι απαραίτητο ή επειδή υπάρχει κάποια ανάγκη – ώστε και αυτός ο ίδιος στη συνέχεια να θέλει και να ζητά κάτι περισσότερο. Ούτε να νομίζει ότι αυτό το περισσότερο που θα ζητήσει δεν πρόκειται να τον βλάψει.

Κάποτε που βρισκόμουν στο Κοινόβιο, πήγα να επισκεφθώ ένα γέροντα – υπήρχαν εκεί πολλοί μεγάλοι γέροντες – και βρίσκω εκεί τον αδελφό που τον υπηρετούσε να τρώει με τον γέροντα. Και του λέω ιδιαίτερα: «Ξέρεις, αδελφέ μου, ότι αυτοί οι γέροντες, που τους βλέπεις να τρώνε και να έχουν κάποια καλύτερη περιποίηση, μοιάζουν μ’ εκείνους τους ανθρώπους που, ενώ απόκτησαν πουγγί, συνέχισαν να εργάζονται, προσθέτοντας χρήματα στο πουγγί εκείνο μέχρι που το γέμισαν; Και αφού το σφράγισαν, εργάστηκαν πάλι και συγκέντρωσαν άλλα χίλια νομίσματα, για να έχουν και να τα χρησιμοποιούν σε καιρό ανάγκης, ώστε να φυλάξουν εκείνα που έχουν στο πουγγί. Έτσι και αυτοί οι γέροντες εργάστηκαν πολύ και συγκέντρωσαν θησαυρούς. Και αφού τους σφράγισαν, εργάστηκαν και συγκέντρωσαν άλλα λίγα και τα έχουν τώρα στον καιρό της αρρώστιας και των γηρατειών τους, για να ξοδεύουν απ’ αυτά, ενώ τα υπόλοιπα τα έχουν αποταμιευμένα. Εμείς όμως, αφού ούτε αυτό το πουγγί δεν αποκτήσαμε ακόμα, από πού ξοδεύουμε;» Γι’ αυτό, όπως είπα, οφείλουμε, και αν ακόμα τρώμε μόνο για την ανάγκη του σώματος, να κατακρίνουμε τους εαυτούς μας, ότι είμαστε ανάξιοι για κάθε είδους περιποίηση, ακόμα και γι’ αυτή την ικανοποίηση των αναγκών που επιτρέπει ο μοναχικός κανόνας. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τρώμε άφοβα και απρόσεχτα. Μόνο έτσι δεν θα κατακριθούμε.

Και αυτά μεν σχετικά με την εγκράτεια στα φαγητά. Έχουμε όμως ανάγκη, όχι μόνο να προσέχουμε τη διατροφή μας, αλλά και να απομακρυνόμαστε και από κάθε άλλη αμαρτία. Ώστε, όπως ακριβώς νηστεύουμε από τροφές, έτσι να νηστεύει και η γλώσσα μας και να είναι μακριά από την καταλαλιά, από το ψέμα, από την αργολογία, από την αποδοκιμασία του πλησίον, από την οργή και γενικά από κάθε αμαρτία που γίνεται με τη γλώσσα. Παρόμοια να νηστεύουμε με τα μάτια μας, δηλαδή να μην κοιτάζουμε μάταια πράγματα, να μη πέφτουμε στην «παρρησία» με τα μάτια, να μην κοιτάζουμε κάποιον με αναίδεια. Κατά τον ίδιο τρόπο, και τα χέρια και τα πόδια να τα εμποδίζουμε από κάθε κακό πράγμα. Και νηστεύοντας έτσι, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, νηστεία δεκτή, απέχοντας από κάθε κακία, που διαπράττεται με όλες τις αισθήσεις, ας προσερχόμαστε, κατά την αγία ημέρα της Αναστάσεως, όπως ήδη είπαμε, ανανεωμένοι, καθαροί και άξιοι να μεταλάβουμε τα άγια Μυστήρια, αφού πρώτα βγούμε, για να προϋπαντήσουμε τον Κύριό μας και να υποδεχθούμε, με βάγια και κλαδιά ελιάς, Αυτόν που μπαίνει στην αγία Πόλη καθισμένος στο γαϊδουράκι.

Τί νόημα έχει άραγε το ότι Αυτός κάθισε πάνω στο γαϊδουράκι; Αυτό έγινε για να επαναφέρει ο «Λόγος» του Θεού και να υποτάξει στη Θεότητά Του την ψυχή που ξέπεσε στην κατάσταση της «αλογίας» και ομοιώθηκε με τα άλογα ζώα, όπως λέει ο προφήτης (Ψαλμ. 48, 21). Τί όμως σημαίνει να Τον προϋπαντήσουμε με βάγια και κλαδιά ελιάς; Όταν επιτίθεται κανείς κατά του εχθρού του και γυρίζει πίσω στην πόλη νικητής, κάθε γνώριμός του τον υποδέχεται με βάγια, όπως ταιριάζει σε νικητή. Γιατί τα βάγια είναι σύμβολο της νίκης. Πάλι, όταν αδικείται κάποιος και θέλει να παρουσιαστεί μπροστά στον δικαστή, ζητώντας να εκδικάσει την υπόθεσή του, κρατάει κλαδιά ελιάς, φωνάζοντας και παρακαλώντας να ελεηθεί και να βοηθηθεί. Γιατί η ελιά είναι σύμβολο του ελέους. Γι’ αυτό και εμείς υποδεχόμαστε τον Δεσπότη μας Ιησού Χριστό με βάγια μεν, επειδή είναι νικητής – γιατί αυτός νίκησε για λογαριασμό μας τον εχθρό μας – με κλαδιά ελιάς δε, επειδή ζητάμε απ’ Αυτόν έλεος. Ώστε, όπως ακριβώς νίκησε εκείνος, έτσι και εμείς ζητάμε τη βοήθειά Του, για να νικήσουμε και να κρατήσουμε τα σύμβολα της νίκης Του. Αυτά τα σύμβολα που εκπροσωπούν, όχι μόνο τη νίκη που Εκείνος κέρδισε για χάρη μας, αλλά και αυτή που κερδίσαμε και εμείς με τη βοήθειά Του και τις ευχές όλων των Αγίων. Αμήν.


1. «Τεσσαράκοντα εισήλθομεν εις το στάδιον, οι τεσσαράκοντα στεφανωθείημεν, Δέσποτα. Μη λείψη τω αριθμώ μηδέ εις. Τίμιός εστίν, ον ετίμησας τη νηστεία των τεσσαράκοντα ημερών, δι’ ου νομοθεσία εισήλθεν εις τον κόσμον. Τεσσαράκοντα ημέραις εν νηστεία Ηλίας εκζητών τον Κύριον της θέας έτυχεν» (Μ. Βασιλείου, P. G. 31, 520A).

2. «Είπεν ο Αββάς Αντώνιος˙ Λογίζομαι ότι έχει το σώμα κίνησιν φυσικήν συναναφυρείσαν αυτώ˙ άλλ’ ουκ ενεργεί, μη θελούσης της ψυχής˙ μόνον δε σημαίνει εν τω σώματι αποθή κίνησιν. Έστι δε και άλλη κίνησις, εκ του τρέφειν και θάλπειν το σώμα βρώμασι και πόμασιν˙ εξ ών η θέρμη του αίματος διεγείρει τοσώμα προς ενέργειαν» (Μ. Αντωνίου, P. G. 65, 84A).

3. «Ένα σκοπόν εγκρατείας παραδεδώκασι, το μη απατάσθαι χορτασία, κοιλίας, μηδέ εξέλκεσθαι τη του λάρυγγος ηδονή. Ουδέ γαρ η διαφορά της ποιότητος μόνον, αλλά και η ποσότης του πλήθους των βρωμάτων τα πεπυρωμένα βέλη της αμαρτίας είωθεν ανάπτειν˙ οίας γαρ δήποτε τροφής πληρουμένη γαστήρ, ασωτίας σπέρματα τίκτει» (Μ. Αθανασίου, P. G. 28, 873B)

4. Αββά Νείλου, P. G. 79, 1437C – 1440A και 79, 1465Α.

«Σάρκα μεν λέπτυνε κατά της πορνείας˙ ψυχήν δε ταπείνου κατά της υπερηφανείας».

Από το βιβλίο: Αββά Δωροθέου – Εργα Ασκητικά.

Εκδόσεις, Ετοιμασία. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα. Δεκέμβριος 2014.

Σχόλια

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Αν τυχόν κάποια εικόνα ή κείμενο που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα μας υποκύπτει σε πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στη διεύθυνση appauloskarea@gmail.com για να αναφέρετε τυχόν αντιρρήσεις σας ως προς τη δημοσίευση τέτοιου υλικού.