Κυριακή ΙΣΤ' Ματθαίου: Η παραβολή των ταλάντων

Ματθ. 25, 14-30

῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ,

καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως.

πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα.

ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο.

ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ.

μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον.

καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς.

ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.

προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς.

ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου.

προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας·

καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν.

ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα!

ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ.

ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα.

τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.

καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.


Νεοελληνική απόδοση

«Γιατί θα συμβεί όπως ακριβώς σ’ έναν άνθρωπο που αποδημούσε και κάλεσε τους δικούς του δούλους και τους παράδωσε τα υπάρχοντά του.

Και στον έναν έδωσε πέντε τάλαντα και στον άλλο δύο και στον άλλο ένα, σε καθέναν κατά τη δική του ικανότητα, και μετά αποδήμησε. Αμέσως

πήγε αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα, εργάστηκε με αυτά και κέρδισε άλλα πέντε.

Ομοίως αυτός που έλαβε τα δύο κέρδισε άλλα δύο.

Αλλά εκείνος που έλαβε το ένα, πήγε, έσκαψε στη γη και έκρυψε το χρήμα του κυρίου του.

Μετά λοιπόν από πολύ χρόνο, έρχεται ο κύριος εκείνων των δούλων και κάνει λογαριασμό μαζί τους.

Τότε πλησίασε αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα και πρόσφερε άλλα πέντε τάλαντα, λέγοντας: “Κύριε, πέντε τάλαντα μου παράδωσες. Δες, άλλα πέντε τάλαντα κέρδισα”.

Του είπε ο Κύριός του: “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ. σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου”.

Πλησίασε τότε και αυτός που έλαβε τα δύο τάλαντα και είπε: “Κύριε, δύο τάλαντα μου παράδωσες. Δες, άλλα δύο τάλαντα κέρδισα”.

Του είπε ο κύριός του: “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ. Σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου”.

Πλησίασε τότε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και είπε: “Κύριε, σε γνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις όπου δεν έσπειρες και συνάζεις απ’ όπου δε σκόρπισες.

Και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Δες, έχεις το δικό σου”.

Αποκρίθηκε τότε ο κύριός του και του είπε: “Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα και συνάζω απ’ όπου δε σκόρπισα;

Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες και, όταν θα ερχόμουν, εγώ θα έπαιρνα το δικό μου χρήμα μαζί με τόκο.

Πάρτε λοιπόν από αυτόν το τάλαντο και δώστε το σ’ εκείνον που έχει τα δέκα τάλαντα.

Γιατί σε καθέναν που έχει θα του δοθεί και θα του περισσέψει. Αλλά σε όποιον δεν έχει, και αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν.

Και τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκότος το εξώτερο. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών”».


Ερμηνεία, π. Παύλου Καλλίκα

Κάποιος ἄνθρωπος, ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἄνθρωπος πλούσιος, ἄρχοντας, (δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Θεός), ἐπρόκειτο νά κάνει ταξίδι μακρινό. Κάλεσε λοιπόν τούς δούλους τοῦ σπιτιοῦ του (ὅλους τούς ἀνθρώπους) καί τούς μοίρασε τήν περιουσία του. Ὄχι τό ἴδιο μερίδιο σέ ὅλους, ἀλλά ἀπό φιλανθρωπία κινούμενος, ἀνάλογα μέ τήν δυνατότητα πού εἶχε ὁ καθένας νά ἀξιοποιήσει τήν περιουσία αὐτή. Δηλαδή, νά ἐργασθεῖ προκειμένου νά τήν αὐξήσει ἀκόμη περισσότερο. Ἔτσι σέ ἄλλον ἔδωσε πέντε τάλαντα – νόμισμα χρυσοῦ μεγάλου βάρους καί ἀξίας- σέ ἄλλον δύο τάλαντα καί σέ ἄλλον ἕνα. Τή μοίρασε καί ἔφυγε γιά τό ταξίδι του.

Πέρασε καιρός πολύς, καί ὁ κύριος τοῦ σπιτιοῦ τέλος κάποτε γύρισε. Φώναξε λοιπόν τότε τούς δούλους γιά νά τοῦ ἀποδώσουν λογαριασμό, τί ἔκαναν μέ τήν περιουσία πού τούς ἐμπιστεύθηκε.

Ἦρθε ὁ πρῶτος μέ χαρά καί τοῦ εἶπε:

- Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες. Κοίτα, ἄλλα πέντε κέρδισα μέ τήν ἐργασία μου.

- Μπράβο σου καλέ μου καί πιστέ δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος. Πάρε τώρα τήν ἀμοιβή σου, πολλαπλάσια ἀπό τόν κόπο σου. Μπές μέσα στή χαρά τοῦ Κυρίου σου, στήν εὐτυχία καί την μακαριότητα, στόν Παράδεισο πού ἑτοίμασα γιά σένα.

Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν δεύτερο. Δύο εἶχε πάρει, ἀλλά καί ἄλλα δύο κέρδισε, ἴδια ἀμοιβή κι αὐτός : Παράδεισο!

Ἦρθε καί ὁ τρίτος:

- Κύριε, ἤξερα ἐγώ καί τό ἔλεγα πάντα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός. Θερίζεις ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἀπό αὐτά πού δέν σκόρπισες. Φοβήθηκα λοιπόν καί ἔφυγα καί πῆγα καί ἔκρυψα τό τάλαντό σου μέσα στό χῶμα. Νά, πάρ’ το.

-Πονηρέ καί τεμπέλη δοῦλε, τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἤξερες λοιπόν ὅτι εἶμαι τέτοιος πού λές. Καί γιατί δέν πήγαινες σέ μία τράπεζα νά καταθέσεις τό τάλαντο σου, ὥστε νά προσαυξήσει μέ τόν τόκο του τήν ἀξία του; γιατί τό ἀχρήστευσες μέσα στό χῶμα; πάρε το- ἀπευθύνθηκε σέ ἄλλους – καί δῶσε το σέ ἐκεῖνον πού ἔχει δέκα. Ἄχρηστος δοῦλος ἀποδείχθηκε αὐτός, ὁ ἴδιος ἀχρήστευσε τόν ἑαυτό του, δέν τοῦ ἀνήκει λοιπόν, τίποτε.

«Ἀπελθών ἔκρυψα τό τάλαντον σου ἐν τῇ γῇ».

Ἀδελφέ μου χριστιανέ, πρόσεξε πῶς μέ αὐτή τή φράση ὁ ἴδιος ὁ πονηρός δοῦλος καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Εἶναι σάν νά λέει: «Γιά μένα πιά ἡ ζωή δέν ἔχει ἀξία. Ὅλα γύρω μου καί μέσα μου βαρετά καί τά ἀνιερά. Καμιά ὄρεξη γιά δράση, γιά προσφορά, γιά χαρά».

Δέν εἶδε τό τάλαντο - τό χάρισμα πού φιλάνθρωπα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός; Ἀσχολήθηκε μέ τά χαρίσματα τοῦ διπλανοῦ του ζηλόφθονα; Γιατί δέν θέλησε νά τό ἀξιοποιήσει τό ταλέντο του; Τί τόν ἐμπόδισε; Φοβήθηκε ἄραγε μήν χάσει κάτι; Μά, ξέχασε ὅτι γυμνός γεννήθηκε; Γιατί πάγωσε καί ἔσφιξε τά χείλη του πρός τόν ἀδελφό του, γιατί σφίχτηκε γροθιά τό χέρι του μήν τυχόν καί βοηθήσει καί γιατί στήλωσε τά πόδια του μήν τυχόν καί τρέξουν στήν ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου του; Καί τί κατάφερε; Θάφτηκε μαζί μέ τό τάλαντο του. Αὐτό τελικά κατάφερε. Τί κρίμα!

Ἡ παραβολή αὐτή ὅμως, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς φανερώνει δύο ἀδιαμφισβήτητα πράγματα:

- Πρῶτον, πώς ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἔχουμε ταλέντα, δηλαδή χαρίσματα καί αὐτά μᾶς δόθηκαν ἀπό τόν Θεό.

- Καί δεύτερον, ὅτι μᾶς δόθηκαν ἀκριβῶς γιά νά τά ἀξιοποιήσουμε μέ ζῆλο καί ὄρεξη καί προθυμία, χωρίς συγκρίσεις καί «ξεσυνερισιές».

Ἀσφαλῶς καί γνωρίζουμε ποιός βγαίνει κερδισμένος ἀπό αὐτή τήν κατά Θεόν καλλιέργεια τῶν χαρισμάτων. Μήπως ὁ Θεός; Ὄχι, βέβαια αὐτός εἶναι τά πάντα, αὐτός εἶναι ὁ Δωρεοδότης. Ἐσύ καί ἐγώ, ἀδελφέ μου, εἴμαστε διπλά κερδισμένοι ἀπό αὐτή τήν ἀξιοποίηση. Ἐσύ καί ἐγώ καί οἱ συνάνθρωποι μας, στά πρόσωπα τῶν ὁποίων διακρίνουμε τό ἱλαρό καί ἀγαθό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας. Καί ὅταν ἔρθει ὁ εὐλογημένος καιρός τοῦ καθενός μας, πού θά ἔρθει ὁ καιρός αὐτός, τότε θά δώσει ὁ Παντέλειος καί Φιλανθρωπότατος Θεός νά ἀκούσουμε καί μεῖς τό: «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ....εἴσελθε εἰς τήν χαρά τοῦ Κυρίου σου». Ἀμήν.

Σχόλια

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Αν τυχόν κάποια εικόνα ή κείμενο που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα μας υποκύπτει σε πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στη διεύθυνση appauloskarea@gmail.com για να αναφέρετε τυχόν αντιρρήσεις σας ως προς τη δημοσίευση τέτοιου υλικού.