Καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων·
διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;
ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου.
αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.
δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.
Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς
λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυῒδ.
λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων,
εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;
εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;
καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.
Νεοελληνική απόδοση
Και τον επερώτησε ένας από αυτούς, νομικός, για να τον πειράξει:
«Δάσκαλε, ποια εντολή είναι μεγάλη μέσα στο νόμο;»
Εκείνος του είπε: «Να αγαπήσεις Κύριο το Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη τη διάνοιά σου.
Αυτή είναι η μεγάλη και πρώτη εντολή.
Και δεύτερη, όμοια με αυτή: Να αγαπήσεις τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου.
Σε αυτές τις δύο εντολές κρέμεται όλος ο νόμος και οι προφήτες».
Το θέμα αν ο Χριστός είναι γιος του Δαβίδ
Και ενώ ήταν συναγμένοι οι Φαρισαίοι, τους επερώτησε ο Ιησούς:
«Τι νομίζετε για το Χριστό; Ποιανού είναι γιος;» Του απαντούν: «Του Δαβίδ».
Τους λέει: «Πώς λοιπόν ο Δαβίδ μέσω του Πνεύματος τον καλεί Κύριο, λέγοντας:
Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθου από τα δεξιά μου, ωσότου θέσω τους εχθρούς σου κάτω από τα πόδια σου”;
Αν λοιπόν ο Δαβίδ τον καλεί “Κύριο”, πώς είναι γιος του;»
Και κανείς δεν μπορούσε να του αποκριθεί λόγο, ούτε τόλμησε κανείς από εκείνη την ημέρα να τον επερωτήσει πια.
Ερμηνεία, ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ - Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή ἕνας νομοδιδάσκαλος, θέλοντας νά φέρει τόν Χριστό σέ δύσκολη θέση, τόν ρωτᾶ· «Διδάσκαλε, ποιά εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἐντολή τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου»; Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἄμεση· «Νά ἀγαπᾶς τόν Κύριο καί Θεό σου μέ ὅλη τήν καρδιά, μέ ὅλη τήν ψυχή σου καί μέ ὅλο τόν νοῦ σου. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολή. Ἡ δεύτερη, τό ἴδιο σπουδαία μέ τήν πρώτη, εἶναι νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου, ὅπως τόν ἑαυτό σου». Ἡ ἀγάπη εἶναι τό πρῶτο στοιχεῖο πού καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ὄν κοινωνικό καί τόν ξεχωρίζει ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ, τότε γίνεται ἐγωκεντρικός καί ἀντί γιά αἰσθήματα, ἔχει ἔνστικτα γιά νά τροφοδοτεῖ τά πάθη πού δημιουργοῦν.
Κυριαρχεῖ ἡ ἀγάπη;
Δέν εἶναι, ὅμως, καθόλου εὔκολη ἡ καλλιέργεια τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης. Αὐτό πού σήμερα κυριαρχεῖ στόν κόσμο μας καί στίς ἀνθρώπινες σχέσεις εἶναι τό «ἐγώ», δηλαδή τό ἀτομικό συμφέρον καί ἡ ἰδιοτέλεια. Ἐνῶ, λοιπόν, ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο εἶναι σχέση ἀγάπης, καί μάλιστα θυσιαστικῆς, ὥστε νά γεμίσει ἡ ζωή καί ἡ ψυχή μας, ἐντούτοις κυριαρχεῖ στίς κοινωνίες μας ἡ ἀλαζονεία, τό αἴσθημα ὑπεροχῆς πού, κυρίως, δημιουργεῖ ὁ πλοῦτος καί ἡ ἐξουσία, ἀλλά καί μιά τάση ἐπιβολῆς τῶν προσωπικῶν μας ἀπόψεων, θρησκευτικῶν καί κοινωνικοπολιτικῶν, πού πηγάζουν ὄχι ἀπό τίς ἀξίες τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ μας πολιτισμοῦ, ἀλλά ἀπό τά προσωπικά μας συμφέροντα καί ἐπιδιώξεις.
Γι’ αὐτό καί ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ καί –θά λέγαμε– ἀδιαφοροῦμε γιά τόν Θεό καί, κατά συνέπεια, καί γιά τόν συνάνθρωπό μας. Θεός εἶναι ὁ ἑαυτός μας καί πλησίον εἶναι μόνο αὐτός πού ἱκανοποιεῖ τά προσωπικά μας σχέδια καί τίς φιλοδοξίες καί μένει πλησίον, ὅσο χρόνο ὑπηρετεῖ τίς δικές μας ἐπιθυμίες.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου
Ὅμως, ἔχουμε δημιουργηθεῖ ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἀγάπη. Ἔχουμε μέσα μας ἔμφυτη τήν ἀνάγκη νά ἀγαπᾶμε καί νά ἀγαπιόμαστε, γι’ αὐτό καί ἀκοῦμε, μερικές φορές, ἀνθρώπους νά παραπονιοῦνται λέγοντας «ἐμένα κανείς δέν μ’ ἀγαπᾶ, ἀλλά ἐγώ τούς ἀγαπῶ ὅλους». Σέ αὐτό τό παράπονο, ὅμως, δέν κατανοοῦμε, ὅτι πάνω ἀπό ὅλους καί ὅλα μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄς ἀναλογιστοῦμε ἐμεῖς πού μπορεῖ νά ἔχουμε τό ἴδιο παράπονο κάποιες στιγμές στή ζωή μας. Ἐμεῖς ἀνταποκρινόμαστε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπό μας εἶναι ἀδιαμφισβήτητη καί δεδομένη. Ἐμεῖς, ὅμως, Τόν ἀγαπᾶμε; Μποροῦμε νά Τοῦ ποῦμε στήν καθημερινή προσευχή μας ὅτι «κι ἄν δέν μᾶς ἀγαποῦν οἱ ἄνθρωποι, δέν μᾶς καταλαβαίνουν, δέν μᾶς συμπαραστέκονται στίς δυσκολίες μας, ἔχουμε Ἐσένα. Ἐσένα πού μᾶς ἀγαπᾶς καί ποτέ δέν θά μᾶς ἀφήσεις μόνους καί ἀπροστάτευτους»;
Ὁ Θεός ὡς ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς ἀγάπης
Ὅταν, λοιπόν, αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν καταλάβουμε, τότε θά ἀγαπήσουμε ὅλο τόν κόσμο. Ἡ βεβαιότητα αὐτή γιά τήν ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μᾶς δημιουργεῖ πνευματική εὐφροσύνη, γεμίζει τήν ψυχή καί τόν νοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο σήμερα, καί βλέπουμε τούς ἀνθρώπους, ὡς εὐχαριστία καί δωρεά στή ζωή μας. Τότε εἶναι ἡ στιγμή πού εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά τήν ἀγάπη Του, ἀλλά καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή μέσω τῶν ἀνθρώπων διακονοῦμε καί ἀγαποῦμε τόν Θεό.
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς ἀγάπης καί τῆς συγχωρητικότητος, τίς ὁποῖες προσφέρει σέ δικαίους καί ἀδίκους, σέ ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν καί σέ ἐκείνους πού Τόν ἔχουν ἀπομακρύνει ἀπό τή ζωή τους. Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ, ἄς προσπαθήσουμε κι ἐμεῖς νά ἀνταποκριθοῦμε στήν ἀγάπη Του μέ ἕνα καί μοναδικό τρόπο.
Ἄς προσπαθήσουμε νά ἀγαπήσουμε καί νά συγχωρήσουμε, πρῶτοι ἐμεῖς, τούς συνανθρώπους μας καί τότε θά καταλάβουμε πῶς θά ζήσουμε εὐτυχισμένοι μέσα στίς κοινωνίες μας καί γεμάτοι ἀπό τόν Χριστό στίς καρδιές μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου