῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.
πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος
καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.
καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.
καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι·
καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·
ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.
ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν.
εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
Νεοελληνική απόδοση
«Κάποιος άνθρωπος, λοιπόν, ήταν πλούσιος, και ντυνόταν με πορφύρα και εκλεκτό λινό και ευφραινόταν κάθε ημέρα λαμπρά.
Ενώ κάποιος φτωχός με το όνομα Λάζαρος ήταν ριγμένος μπροστά στην πύλη του, έχοντας έλκη,
και επιθυμούσε να χορτάσει από αυτά που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Αλλά και τα σκυλιά έρχονταν και έγλειφαν πάνω στα έλκη του.
Συνέβηκε λοιπόν να πεθάνει ο φτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ. Πέθανε κατόπιν και ο πλούσιος και τάφηκε.
Και μέσα στον άδη σήκωσε τα μάτια του, ενώ βρισκόταν σε βάσανα, και βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και το Λάζαρο μέσα στην αγκαλιά του.
Και τότε αυτός φώναξε και είπε: “Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει το άκρο του δαχτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί πονώ υπερβολικά μέσα στη φλόγα αυτή”.
Είπε τότε ο Αβραάμ: “Τέκνο μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά. Τώρα όμως εδώ παρηγοριέται, ενώ εσύ πονάς υπερβολικά.
Και επιπλέον σε όλα αυτά, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς είναι στηριγμένο μεγάλο χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να διαβούν από εδώ προς εσάς να μη δύνανται να το κάνουν, μήτε από εκεί προς εμάς να διαπερνούν”.
Είπε τότε: “Σε παρακαλώ, λοιπόν, πατέρα, να τον στείλεις στον οίκο του πατέρα μου,
γιατί έχω πέντε αδελφούς, για να τα διαβεβαιώνει σ’ αυτούς, ώστε να μην έρθουν και αυτοί στον τόπο τούτο του βασάνου”.
Λέει λοιπόν ο Αβραάμ: “Έχουν το Μωυσή και τους προφήτες. Ας ακούσουν αυτούς”.
Εκείνος είπε: “Όχι, πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πορευτεί προς αυτούς, θα μετανοήσουν”.
Είπε όμως σ’ αυτόν: “Αν δεν ακούν το Μωυσή και τους προφήτες, ούτε αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί θα πειστούν”».
Ερμηνεία, Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
Ο Χριστός, λοιπόν, με την παραβολή αυτή μας λέει το εξής· Ήταν κάποιος πλούσιος και ζούσε μέσα σε πολλή κακία. Δεν δοκίμαζε καμιά συμφορά και τα αγαθά του κυλούσαν σαν από πηγές. Το ότι δεν του συνέβαινε τίποτε δυσάρεστο, ούτε καμιά λύπη, ούτε καμιά δυσκολία, το εξυπονοεί η φράση «διασκέδαζε καθημερινά». Το ότι ζούσε μέσα σε κακία φαίνεται από το τέλος που του έτυχε και πριν από το τέλος, από την περιφρόνηση που έδειχνε στο φτωχό. Ότι δεν ελεούσε όχι εκείνον μονάχα που βρισκόταν κάθε μέρα στην πόρτα του, αλλά ούτε άλλον κανένα, το έδειξε αυτός ο ίδιος. Γιατί δεν ήταν ο φτωχός πεσμένος σε κάποιο σταυροδρόμι ούτε σ’ απόκρυφο τόπο, αλλά σε μέρος τέτοιο, που αδιάκοπα περνούσε ο πλούσιος κι ήταν υποχρεωμένος να τον βλέπει. Αν λοιπόν δεν ελέησε αυτόν που ήταν ριγμένος αδιάκοπα στις πόρτες του και μπροστά στα μάτια του πεσμένος, που καθημερινά μια και δυο και περισσότερες φορές ήταν αναγκασμένος, μπαίνοντας και βγαίνοντας, να τον βλέπει, αν δεν ελέησε αυτόν που ήταν σε τέτοια θλιβερή κατάσταση και με σύντροφο μια τόση φτώχεια και που βασανιζόταν από την φοβερή αρρώστια μια ολόκληρη ζωή, ποιός από όσους άλλους τον παρακαλούσαν θα μπορούσε ποτέ να του λυγίσει την καρδιά; Γιατί αν τον προσπέρασε την πρώτη μέρα, τη δεύτερη ήταν φυσικό κάτι ν’ αντιληφθεί. Κι αν δεν τον πρόσεξε και τότε, την τρίτη τουλάχιστο ή την τέταρτη ή την παράλλη, έπρεπε να λυγίσει επί τέλους, ακόμα κι αν ήταν αγριότερος από τα θηρία…
Πρώτη λοιπόν κακία είναι αυτή η σκληρότητα και η άφθαστη απανθρωπιά του. Δεν είναι το ίδιο να είσαι φτωχός και να μη βοηθάς όσους βρίσκονται σε ανάγκη με το να αδιαφορείς γι’ αυτούς που λιώνουν από την πείνα, ενώ εσύ απολαμβάνεις τέτοια καλοπέραση. Και πάλι, δεν είναι το ίδιο να δεις μια και δυο φορές ένα φτωχό και να προσπεράσεις με το να τον βλέπεις καθημερινά και να μη συγκινηθεί η ψυχή σου από ευσπλαχνία και φιλανθρωπία, παρ’ όλο που αδιάκοπα είναι μπροστά σου. Ακόμα δεν είναι ίδιο να βρίσκεσαι σε συμφορές και λύπες και στενοχώριες και να μην βοηθάς το διπλανό σου με το να αδιαφορείς για τους άλλους που λιώνουν απ’ την πείνα, ενώ εσύ ζεις σε ευφροσύνη και διαρκή ευτυχία, και να κλείνεις την καρδιά σου χωρίς η χαρά σου να σε κάνει πιο φιλάνθρωπο. Το γνωρίζετε όλοι αυτό· κι αν ακόμα είμαστε απ’ όλους αγριότεροι, είναι στη φύση μας να μας κάνει η ευτυχία πιο ήμερους και πιο καλούς. Αυτόν όμως ούτε η ευτυχία του δεν τον έκανε καλύτερο· έμεινε αποθηριωμένος και με την συμπεριφορά του έδειξε ότι έκρυβε μέσα του σκληρότητα και απανθρωπιά περισσότερο από κάθε θηρίο. Κι όμως, αυτός που ζούσε μέσα στην κακία και στην απανθρωπιά δοκίμαζε κάθε ευτυχία, ενώ ο δίκαιος, ο κυνηγός της αρετής, ζούσε στο βυθό της δυστυχίας.
Ότι ο Λάζαρος ήταν δίκαιος το φανέρωσε το τέλος του και πριν από το τέλος η υπομονή μέσα στη φτώχεια του. Δεν σας φαίνεται άραγε πώς βλέπετε μπροστά σας αυτά τα πράγματα; Κατάμεστο το πλοίο του πλουσίου από εμπορεύματα και ταξίδευε με ούριο άνεμο. Μη θαυμάσετε· τραβούσε ολοταχώς για το ναυάγιο, επειδή δεν θέλησε να διαθέσει το εμπόρευμά του με φόβο Θεού. Να σας αναφέρω και δεύτερη κακία; Η καθημερινή ξένοιαστη απόλαυση. Κι αυτή είναι άκρα κακία. Όχι τώρα που επιδιώκουμε τόση πνευματικότητα, αλλά και παλιότερα, στην Παλαιά Διαθήκη, τότε που οι απαιτήσεις ήταν μικρότερες…
Ο πλούσιος, λοιπόν, ζούσε μέσα σε τόση κακία, μέσα σε καθημερινή τρυφή και ντυνόταν με πολυτέλεια ανάβοντας περισσότερο την κόλαση για τον εαυτό του, ανάβοντας περισσότερο τη φωτιά, κάνοντας την καταδίκη του απαρηγόρητη και την τιμωρία του ασυγχώρητη. Κι ο φτωχός; Ριγμένος στην εξώπορτα του πλουσίου ούτε απελπίστηκε, ούτε βλαστήμησε, ούτε αγανάκτησε. Από πού είναι αυτό φανερό; Από το ότι τον πήραν οι άγγελοι και τον αποκατάστησαν στον κόλπο του Αβραάμ. Δεν θα του γινόταν τέτοια τιμή, αν ήταν βλάσφημος…
Ας επιδιώξουμε την αρετή και τη χαρά που δίνουν τα πνευματικά κατορθώματα, ζηλεύοντας το Λάζαρο, πλούσιοι και φτωχοί. Αυτός δεν κατόρθωσε μόνο έναν και δυό και τρείς άθλους της αρετής, αλλά πολύ περισσότερους, τη φτώχεια, την αρρώστια, την απουσία προστάτη, ότι υπέφερε σε σπίτι που μπορούσε να του σβήσει όλα εκείνα τα δεινά του κι όμως δεν αξιώθηκε ούτε ένα λόγο παρηγοριάς, ότι έβλεπε να δοκιμάζει τόση απόλαυση αυτός που τον περιφρονούσε κι όχι μόνο αυτό, αλλά να ζει μέσα στην κακία και κανένα κακό να μην παθαίνει. Δεν είχε κι άλλο Λάζαρο να δει (σαν τον εαυτό του), δεν μπορούσε να υψωθεί σε σκέψεις για την ανάσταση, είχε την κακή υπόληψη που από τις συμφορές του σχημάτιζαν γι’ αυτόν οι πολλοί, σα να μην τον έφταναν τα πάθη του, ακόμα δεν έβλεπε τον εαυτό του δύο και τρείς μέρες, αλλά ολόκληρη τη ζωή του σ’ αυτή την κατάσταση και τον πλούσιο στην αντίθετη.
Τί, λοιπόν, θα απολογηθούμε εμείς, όταν εκείνος βαστούσε με τόση γενναιότητα όλα μαζί τα δεινά κι εμείς δεν αντέχουμε ούτε τα μισά; Δεν μπορείτε, δεν μπορείτε να παρουσιάσετε ούτε ν’ αναφέρετε κάποιον άλλον με τόσες και τέτοιες συμφορές. Γι’ αυτό ακριβώς τον παρουσίασε μπροστά μας ο Χριστός· σε όσο βάθος συμφοράς κι αν πέσουμε, βλέποντας σ’ αυτόν το αμέτρητο πλήθος των θλίψεων, ν’ αντλήσουμε παρηγοριά και στήριγμα από τη σοφία εκείνου και την υπομονή. Είναι κοινός δάσκαλος της οικουμένης για όσους υποφέρουν οποιοδήποτε κακό, δίνει σ’ όλους την ευκαιρία να τον βλέπουν και υπερβάλλει όλους με το πλήθος των δεινών του.
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου (MIGNE Ρ. G. τ. 48, στ. 970-982)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου