Κυριακή του Τυφλού: Ἡ ἐμπιστοσύνη μας στόν Θεό

 Ιω. θ', 1-38

«Τῷ καιρῶ ἐκείνω παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλόν ἐκ γενετῆς. Καί ἠρώτησαν αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες; ραββί, τίς ἤμαρτεν, οὗτος ἡ οἵ γονεῖς αὐτοῦ, ἴνα τυφλός γεννηθῆ; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς- οὔτε οὗτος ἤμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἴνα φανερωθῆ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῶ. Ἐμέ δέ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντος μέ ἕως ἥμερα ἐστίν ἔρχεται νύξ ὄτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμω, φῶς εἰμί τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπῶν ἐπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος, καί ἐπέχρισε τόν πηλόν ἐπί τούς ὀφθαλμούς τοῦ τυφλοῦ καί εἶπεν αὐτῶ· ὕπαγε νίψαι εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὅ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος.

Ἀπῆλθεν οὔν καί ἐνίψατο, καί ἦλθε βλέπων. Οἱ οὔν γείτονες καί οἱ θεωροῦντες αὐτόν τό πρότερον ὅτι τυφλός ἤν, ἔλεγον οὔχ οὗτος ἐστίν ὁ καθήμενος καί προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτος ἐστίν ἄλλοι δέ ὅτι ὅμοιος αὐτῶ ἐστίν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμί. Ἔλεγον οὔν αὐτῶ· πῶς ἀνεώχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκριθη ἐκεῖνος καί εἶπεν ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλόν ἐποίησε καί ἐπέχρισέ μου τούς ὀφθαλμούς καί εἶπε μοί· ὕπαγε εἰς τήν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ καί νίψαι· ἀπελθῶν δέ καί νιψάμενος ἀνέβλεψα.

Εἶπον οὔν αὐτῶ· ποῦ ἐστίν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτόν πρός τούς Φαρισαίους, τόν ποτέ τυφλόν. Ἤν δέ σάββατον ὄτε τόν πηλόν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καί ἀνέωξεν αὐτού τους ὀφθαλμούς. Πάλιν οὔν ἤρωτων αὐτόν καί οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· πηλόν ἐπέθηκέ μου ἐπί τούς ὀφθαλμούς, καί ἐνιψάμην, καί βλέπω. Ἔλεγον οὔν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἐστί παρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι τό σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλός τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καί σχίσμα ἤν ἐν αὐτοῖς.

Λέγουσι τῷ τυφλῶ πάλιν σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὔν οἱ Ἰουδαῖοι περί αὐτοῦ ὅτι τυφλός ἤν καί ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τούς γονεῖς αὐτοῦ του ἀναβλέψαντος καί ἠρώτησαν αὐτούς λέγοντες· οὗτος ἐστίν ὁ υἱός ὑμῶν, ὄν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλός ἐγεννήθη; πῶς οὔν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δέ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καί εἶπον οἴδαμεν ὅτι οὗτος ἐστίν ὁ υἱός ἠμῶν καί ὅτι τυφλός ἐγεννήθη. Πῶς δέ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν αὐτός ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε, αὐτός περί ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τούς Ἰουδαίους· ἤδη γάρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἴνα, ἐάν τίς αὐτόν ὁμολογήση Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Δία τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὔν ἐκ δευτέρου τόν ἄνθρωπον ὅς ἤν τυφλός, καί εἶπον αὐτῶ· δός δόξαν τῷ Θεῶ· ἠμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστίν.

Ἀπεκρίθη οὔν ἐκεῖνος καί εἶπεν εἰ ἁμαρτωλός ἐστίν οὐκ οἶδα· ἐν οἶδα, ὅτι τυφλός ὧν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δέ αὐτῶ πάλιν τί ἐποίησέ σου; πῶς ἤνοιξέ σου τούς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμίν ἤδη, καί οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μή καί ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταί γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτόν καί εἶπον σύ εἰ μαθητής ἐκείνου· ἠμεῖς δέ τοῦ Μωυσέως ἐσμέν μαθηταί. Ἠμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωυσῆ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δέ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.

Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καί εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γάρ τούτω θαυμαστόν ἐστίν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστι, καί ἀνέωξέ μου τούς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δέ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεός οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τίς θεοσεβής ἤ καί τό θέλημα αὐτοῦ ποιῆ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἠνοιξέ τίς ὀφθαλμούς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μή ἤν οὗτος παρά Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καί εἶπον αὐτῶ· ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος, καί σύ διδάσκεις ἠμᾶς; καί ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτόν ἔξω, καί εὐρῶν αὐτόν εἶπεν αὐτῶ· σύ πιστεύεις εἰς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε: καί τίς ἐστι, Κύριε, ἴνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δέ αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς- καί ἐώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σου ἐκεῖνος ἐστίν. ὁ δέ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῶ.


Νεοελληνική απόδοση

Εκείνο τον καιρό, καθώς περνούσε ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τότε τον ρώτησαν οι μαθητές του και του λέγουν διδάσκαλε, ποιύς αμάρτησε, αυτός η οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός; Αποκρίθηκε ο Ιησούς· ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθούν σ' αυτόν τα έργα του Θεού. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα' έργα εκείνου που με έστειλε, ως που ακόμη είναι ημέρα· έρχεται νύχτα όπου κανένας δεν μπορεί να εργάζε ται. Όταν είμαι στον κόσμο, φως εί· μαι του κόσμου. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω και με το σάλιο έκαμε λάσπη και έβαλε τη λάσπη πάνω στα μάτια του τυφλού και του είπε: πήγαινε να νιφτείς στη δεξαμενή του Σιλωάμ, που στα ελληνικά θέλει να πει «απεσταλμένος».

Πήγε λοιπόν και νίφτηκε και ήλθε βλέποντας. Ο γειτόνοι του λοιπόν και εκείνοι που τον έβλεπαν και ήξεραν πως πρώτα ήταν τυφλός, έλεγαν αυτός δεν είναι που καθόταν και ζητιάνευε; Αλλοι έλεγαν πως αυτός είναι· άλλοι πως κάποιος όμοιος του· εκείνος έλεγε πως εγώ είμαι· του έλεγαν λοιπόν πώς ανοίχτηκαν τα μάτια σου; Αποκρίθηκε εκείνος και είπε· ένας άνθρωπος που λέγεται Ιησούς έκαμε λάσπη και έβαλε πάνω στα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στη δεξαμενή του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν και νίφτηκα και είδα το φως μου.

Του είπαν: που είναι εκείνος; Λέγει· δεν ξέρω. Παίρνουν τον άλλοτε τυφλό και τον πηγαίνουν στους Φαρισαίους. Ήταν δε Σάββατο όταν έκαμε τη λάσπη ο Ιησούς και άνοιξε τα μάτια του τυφλού. Ρωτούσαν λοιπόν πάλι οι Φαρισαίοι τον άλλοτε τυφλό, πώς είδε το φως του· και αυτός τους είπε· έβαλε λάσπη πάνω στα μάτια μου και νίφτηκα και βλέπω. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους· αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από το Θεό, γιατί δε φυλάει την αργία του Σαββάτου. Άλλοι έλεγαν πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα; Έτσι χωρίστηκαν οι γνώμες μεταξύ τους.

Λέγουν πάλι στον τυφλό. Συ τι λες γι' αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί τα δικά. σου μάτια άνοιξε. Και αυτός είπε πως; είναι προφήτης. Δεν πίστεψαν λοιπόν οι Ιουδαίοι γι' αυτόν πως ήταν τυφλός και είδε το φως του, μέχρι που φώναξαν τους γονείς του και τους ρώτησαν λέγοντας τους1 αυτός είναι ο γιος οας, που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει; Τους αποκρίθηκαν οι γονείς του και είπαν ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει δεν ξέρουμε η ποιος του άνοιξε τα μάτια δεν ξέρουμε· ο ίδιος είναι σε ηλικία, τον ίδιο να ρωτήσετε ο ίδιος θα πει για τον εαυτό του. Αυτά είπαν οι γονείς ταυ, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους· γιατί είχαν κάνει κιόλας συμφωνία οι Ιουδαίοι, ώστε αν κανείς ομολογήσει το Χριστό, να τον διώξουν από τη Συναγωγή. Γι' αυτό οι γονείς του είπαν πως ο ίδιος έχει ηλικία, και να ρωτήσουν τον ίδιο. Για δεύτερη λοιπόν φορά φώναξαν τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν. Να δοξάζεις το Θεό· εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός.

Εκείνος απάντησε και είπε. Αν  είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. ένα ξέρω, πως πριν ήμουν τυφλός και εδώ και λίγη ώρα βλέπω. Του είπαν πάλι' και τι σου έκαμε; Με ποιο τρόπο σου άνοιξε τα μάτια; Εκείνος τους απάντησε: λίγο πριν σας είπα και δκν ακούσατε; τι πάλι θέλετε να ακούτε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του; Εκείνοι γέλασαν μαζί του και είπαν εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, γι' αυτόν όμως εδώ δεν ξέρουμε από πού είναι.

Ο άνθρωπος απάντησε και είπε· εσείς δεν ξέρετε από πού είναι και αυτό είναι περίεργο, και όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά ακούει εκείνους που τον σέβονται και κάνουν το θέλημα του. Από τότε που κτίστηκε ο κόσμος δεν ακούστηκε πως άνοιξε κανείς τα μάτια ενός ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός. Δε θα μπορούσε vm κάνει τίποτα τέτοιο, αν δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος από το Θεό. Του απάντησαν και είπαν εσύ είσαι βουτηγμένος μέσα στις αμαρτίες και τώρα διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω. Ο Ιησούς άκουσε πως τον έβγαλαν έξω και του είπε, όταν τον βρήκε· συ πιστεύεις στον υιό του Θεού; Εκείνος απάντησε και είπε· Και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω; Ο δε Ιησούς του είπε· και τον είδες και αυτός που σου μιλεί αυτός είναι. Και είπε αυτός· πιστεύω, Κύριε, και τον προσκύνησε. 


Ερμηνεία - αρχιμ. Καλλινίκου Νικολάου, ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού

Στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ὑπάρχει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, μιά πολύ ἀξιοσημείωτη λεπτομέρεια. Τό ἱερό κείμενο ἀναφέρει τά ἑξῆς γιά τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔκανε καλά τόν τυφλό ἐκ γενετῆς. Ἔπτυσε κάτω καί κάνοντας λάσπη μέ τό σάλιο του, ἄλειψε μέ αὐτή τή λάσπη τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, περνώντας την ἀπό πάνω τους. Καί ὕστερα τοῦ εἶπε· πήγαινε νά πλυθεῖς, στήν δεξαμενή τοῦ Σιλωάμ. Καί ἀφοῦ πῆγε καί πλύθηκε, γύρισε, βλέποντας.

Ἔρχεται λοιπόν, στή μέση τό ἐρώτημα: γιατί νά χρειαστοῦν ὅλες αὐτές οἱ διατυπώσεις στό Χριστό γιά νά κάνει καλά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον, πού δέν εἶχε ὅραση;

Γιατί ἀκολούθησε ἕνα τέτοιο δρόμο ἐκεῖνος πού μ' ἕνα λόγο τοῦ εἶχε κάνει καλά τόσους ἄλλους ἄρρωστους, εἶχε σηκώσει νεκρούς καί εἶχε δημιουργήσει ὁλόκληρο τόν κόσμο; Τήν σημασία καί τήν ἀναγκαιότητα μποροῦσαν νά ἔχουν τό φτύσιμο κάτω, τό φτιάξιμο λίγες λάσπης, τό ἄλειμμα τῶν χωρίς φῶς ματιῶν μέ αὐτή τή λάσπη καί τό νίψιμο τους στήν πηγή τοῦ Σιλωάμ;

Ἡ ἀπορία εἶναι δικαιολογημένη. Ἀλλά δέν εἶναι δύσκολο νά ἀπαντήσει κανείς σέ αὐτή. Βέβαια, ὁ Κύριος, ἄν ἤθελε, μποροῦσε εὐθύς νά χαρίσει τό φῶς σέ ἐκεῖνο τό πλάσμα του, πού εἶχε ἔρθει στόν κόσμο χωρίς νά βλέπει. Καί ἀνυπομονοῦσε, μάλιστα, νά δείξει τήν ἀγάπη του καί τήν δύναμή του, περισσότερο ἀπό ὅτι ὁ τυφλός ὁ ἴδιος τίς ποθοῦσε καί τίς περίμενε.

Ἄν δέν τόν εὐεργέτησε εὐθύς, ὁ Κύριος εἶχε κάποιο λόγο πού τό ἔκανε. Καί ὁ λόγος αὐτός ἦταν ὅτι ἤθελε νά δοκιμάσει τήν πίστη τοῦ τυφλοῦ καί νά τῆς δώσει τήν εὐκαιρία νά φανερωθεῖ. Πώς τήν δοκίμασε, λοιπόν; Ὅταν τοῦ ἔχρισε τά μάτια, δέ συνέβηκε τίποτα. Τά μάτια ἐκεῖνα ἐξακολουθοῦσαν νά μήν βλέπουν. Ἄν, λοιπόν, ὁ τυφλός ἦταν ἕνας ἄνθρωπος χωρίς πίστη, θά ἀποκαρδιωνόταν ἀπό αὐτό. Δέν θά ἔλπιζε τίποτε. Καί δέν θά εἶχε διάθεση νά ὑπακούσει στήν ὑπόδειξη τοῦ Ἰησοῦ Καί νά πάει νά τά πλύνει στήν δεξαμενή τοῦ Σιλωάμ. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἀποθαρρύνθηκε, ὅταν ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Ἰησοῦς δέν ἔδωσαν ἀποτέλεσμα. Ἀλλά ὑπάκουσε στό πρόσταγμα του. Χωρίς νά χάσει τήν πίστη, πού εἶχε, πῆγε καί ἐξεπλήρωσε τήν ἐντολή νά νίψει τά μάτια του στήν δεξαμενή. Καί τότε, ἀφοῦ ἀπέδειξε ὅτι τυφλός , ὅτι ἦταν σταθερός στήν ἀπαντοχή του, τό θαῦμα ἔγινε.

Μεγάλο εἶναι τό δίδαγμα πού παίρνεις ἀπό αὐτή τήν λεπτομέρεια ἀγαπητέ μου. Γιατί καί σέ σένα συχνά συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Ὁ Θεός θέλει νά σοῦ κάνει ἕνα καλό, γιά τό ὁποῖο τόν παρακαλεῖς. Καί θέλει νά σοῦ κάνει πιό γρήγορα ἀπό ὅτι κι ἐσύ ὁ ἴδιος θά ἤθελες. Ἀλλά δέ γίνεται ἔτσι. Ἀφήνει νά ἀντιμετωπίσεις δυσκολίες, νά δοκιμαστεῖ ἡ πίστη σου. Νά περάσει καιρός χωρίς τό φανέρωμα τῆς ἀγάπης του καί τῆς δυνάμεώς του.

Αὐτός πού εἶπε «Αἰτεῖτε καί δοθήσεται ὑμῖν, κρούετε καί ἀνοιγήσεται» (Μτθ. 7,7). Δέν ἀπαντάει στίς προσευχές, δέν ἀνοίγει τήν πόρτα τοῦ ἐλέους του μονομιᾶς. Μήπως τό κάνει γιά νά εἶναι ἄσπλαχνος; Ὄχι, βέβαια. Μᾶς ἀγαπᾶ ὅσο οἱ ἴδιοι δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν ἑαυτό μας. Τό κάνει γιά τό καλό μας. Πρίν ἀπό τήν εὐεργεσία, πού τοῦ ζητᾶμε, θέλει νά μᾶς δώσει μιάν ἄλλη εὐεργεσία. Ποιά; Νά μᾶς προσφέρει τήν εὐκαιρία νά δείξουμε τήν πίστη μας.

Ζητάς κάτι, λέγει σέ κάθε τέκνο του ὁ Θεός. Μή σοῦ περάσει ἀπό τό νοῦ, ὅτι δέ σέ ἀκούω καί δέν θέλω νά σοῦ χαρίσω αὐτό πού μοῦ ζητᾶς. Ἀλλά, σάν πατέρα σου πού εἶμαι, ἔχω τήν ἀπαίτηση νά μοῦ μοιάζεις. Νά εἶσαι σέ ὅλα σου ἄξιο τέκνο μου. Δέ σέ ἀνέχομαι μαλθακό, ἀδρανή, ὄχι γενναῖο. Ὅπως ἕνας βασιλιάς δέν ἀρέσκεται νά ἔχει ἕνα γιό ἄγευστο ἀπό πολέμους καί κακουχίες, ἕνα γιό πού θά περνοῦσε ὅλες τίς μέρες του στήν ἀνάπαυση καί στήν χλιδή, ἔτσι καί ἐγώ θέλω νά εἶναι τά παιδιά μου ἕτοιμα γιά κάθε λογῆς ἀγώνα, σκληραγωγημένα. Ἔτσι καί ἐγώ θέλω τά παιδιά μου νά θεωροῦν ὡς καλύτερη μερίδα τίς εὐκαιρίες, ὅπου θά μοῦ δείξουν πόση ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη μοῦ ἔχουν, παλεύοντας μέ ἀντιξοότητες, ἐμπόδια καί στερήσεις.

Γι’ αὐτό τό λόγο, δηλαδή γιατί ἀκριβῶς σᾶς ἀγαπῶ καί σᾶς ἔχω παιδιά μου, ἀφήνω πολλές φορές ἀναπάντητες τίς προσευχές σας, ἀνεκπλήρωτες τῆς αἴτησής σας. Ἔτσι δοκιμάζεται, ἀναδεικνύεται γνήσια πριγκιποπούλα τῶν οὐρανῶν.

Γι’ αὐτό τό λόγο ἐπίσης ὑπάρχουν καί πράγματα ἀπό ὅσα πού μοῦ ζητᾶτε, τά ὁποῖα δέ σᾶς τά δίνω ποτέ. Γιατί ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα, ἡ καρτερία, ἡ σταθερότητα, πού παρουσιάζεται ἐσεῖς μέσα στίς θλίψεις αὐτές, ἀπό τίς ὁποῖες μέ καλεῖτε νά σᾶς ἀπαλλάξω, ἀξίζουν πολύ περισσότερο ἀπό τήν χαρά πού θά παίρνετε ἄν σᾶς ἔβγαζα σέ ἀναψυχή.

Μήν λοιπόν, ἀποκάμει κανένας, ὅταν βλέπει ὅτι ὁ Θεός ὁρισμένες χαρές ἀργεῖ νά τίς δώσει ἤ δέν τίς δίνει καθόλου. Ὅλη ἡ χαρά, ὅλες οἱ ἀπολαύσεις, πού μᾶς ἀνήκουν ἀφοῦ εἴμαστε παιδιά του, θά μᾶς δοθοῦν ὁπωσδήποτε στούς οὐρανούς. Ἐδῶ κάτω, ὅμως, στή γῆ, εἶναι κυρίως παλαίστρα, κονίστρα, εἶναι στάδιο, εἶναι τόπος ἀσκήσεως καί ἀγώνα.

Γι’ αὐτό ὁ χριστιανός πρέπει νά μήν λυγίζει, νά μήν πέφτει σέ ἀπόγνωση, ὅταν ὁ Θεός τόν ἀφήνει σέ δυσκολίες, ὅταν ὁ Θεός δέν τόν ἀναπαύει ἀπό κάποια θλίψη, ὅταν ὁ Θεός δέν ἀπαντᾶ σέ ἕνα αἴτημα. Ἀλλά τί πρέπει νά κάνει; Νά μένει προσηλωμένος στό θεῖο θέλημα, νά ὑπομένει καί νά μή χάνει τήν πίστη του, ἡ ὁποία ἀκριβῶς μέσα στίς θλίψεις καί στόν ἀγώνα δοκιμάζεται, ὅπως καί τό χρυσάφι στό χωνευτήρι.

Ὁ τυφλός τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ἀδελφοί ἀγαπημένοι, εἶναι φωτεινό ὑπόδειγμα αὐτῆς τῆς ἐμπιστοσύνης, πού πρέπει νά ἔχουμε στόν Πανάγαθο Θεό. Ὅπως ὁ τυφλός ἐκεῖνος, ἔτσι κι ἐμεῖς ἄς ἀκολουθοῦμε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, χωρίς νά χάνουμε τό θάρρος τό δικό μας καί τήν υἱϊκή μας ἐμπιστοσύνη, ὅταν ὁ Κύριος δέ μᾶς δίνει εὐθύς αὐτό πού ἐμεῖς τοῦ ζητήσαμε.

Σχόλια

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Αν τυχόν κάποια εικόνα ή κείμενο που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα μας υποκύπτει σε πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στη διεύθυνση appauloskarea@gmail.com για να αναφέρετε τυχόν αντιρρήσεις σας ως προς τη δημοσίευση τέτοιου υλικού.