Κυριακή της Σαμαρείτιδος: «Τό ὕδωρ τῆς Ζωῆς»

Ιω. δ', 5-42

«Τῷ καιρῶ ἐκείνω ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ὅ ἔδωκεν Ἰακώβ Ἰωσήφ τῷ υἱῶ αὐτοῦ· ἤν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὔν Ἰησοῦς κεκοπιακῶς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τή πηγή· ὥρα ἤν ὡσεί ἕκτη. Ἔρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτή ὁ Ἰησοῦς· δός μοί πιεῖν. Οἱ γάρ μαθηταί αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν ἴνα τροφᾶς ἀγοράσωσι.

Λέγει οὔν αὐτῶ ἡ γυνή ἡ Σαμαρείτις· πῶς σύ Ἰουδαῖος ὧν παρ' ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος; οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καί εἶπεν αὐτή· εἰ ἠδεῖς τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστίν ὁ λέγων σοί, δός μοί πιεῖν, σύ ἄν ἤτησας αὐτόν, καί ἔδωκεν ἄν σοί ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῶ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ· πόθεν οὔν ἔχεις τό ὕδωρ τό ζῶν; μή σύ μείζων εἰ τοῦ πατρός ἠμῶν Ἰακώβ, ὅς ἔδωκεν ἠμίν τό φρέαρ, καί αὐτός ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καί οἱ υἱοί αὐτοῦ καί τά θρέμματα αὐτοῦ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καί εἶπεν αὐτή· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν ὅς δ' ἄν πίη ἐκ τοῦ ὕδατος οὐ ἐγώ δώσω αὐτῶ, γενήσεται ἐν αὐτῶ πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον.

Λέγει πρός αὐτόν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοί τοῦτο τό ὕδωρ, ἴνα μή διψῶ μηδέ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτή ὁ Ἰησοῦς· ὑπάγε φώνησον τόν ἄνδρα σου καί ἐλθέ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνή καί εἶπεν οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτή ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἴπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες, καί νυνί ὄν ἔχεις οὐκ ἐστί σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθές εἴρηκας. Λέγει αὐτῶ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἰ σύ. Οἱ πατέρες ἠμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτω προσεκύνησαν καί ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστίν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτή ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πιστευσόν μοί ὅτι ἔρχεται ὥρα ὄτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτω οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὅ οὐκ οἴδατε, ἠμεῖς προσκυνοῦμεν ὅ οἴδαμεν ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν.

Ἀλλ' ἔρχεται ὥρα, καί νῦν ἐστίν, ὄτε οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τῷ πατρί ἐν πνεύματι καί ἀληθεία· καί γάρ ὁ πατήρ τοιούτους ζητεῖ τούς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καί τούς προσκυνοῦντας αὐτόν ἐν πνεύματι καί ἀληθεία δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῶ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἠμίν πάντα. Λέγει αὐτή ὁ Ἰησοῦς- ἐγώ εἰμί ὁ λαλῶν σοί. Καί ἐπί τούτω ἦλθον οἱ μαθηταί αὐτοῦ, καί ἐθαύμασαν ὅτι μετά γυναικός ἔλαλει· οὐδείς μεντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἡ τί λαλεῖς μετ' αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὔν τήν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνή καί ἀπῆλθεν εἰς τήν πόλιν, καί λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὅς εἶπε μοί πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτος ἐστίν ὁ Χριστός; ἐξῆλθον οὔν ἐκ τῆς πόλεως καί ἤρχοντο πρός αὐτόν.

Ἐν δέ τῷ μεταξύ ἠρώτων αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, φάγε. ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἤν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὔν οἱ μαθηταί πρός ἀλλήλους· μή τίς ἤνεγκεν αὐτῶ φαγεῖν; λέγει αὖτοις ὁ Ἰησοῦς- ἐμόν βρῶμα ἐστίν ἴνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντος μέ καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον. Οὔχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καί ὁ θερισμός ἔρχεται; ἰδού λέγω ὑμίν, ἐπάρατέ τους ὀφθαλμούς ὑμῶν καί θεάσασθε τάς χώρας, ὅτι λευκοί εἰσί πρός θερισμόν ἤδη. Καί ὁ θερίζων μισθόν λαμβάνει καί συνάγει καρπόν εἰς ζωήν αἰώνιον, ἴνα καί ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρη καί ὁ θερίζων. Ἐν γάρ τούτω ὁ λόγος ἐστίν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστίν ὁ σπείρων καί ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγώ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὅ οὔχ ὕμεις κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καί ὑμεῖς εἰς τόν κόπο ν αὐτῶν εἰσληλύθατε. Ἐκ δέ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν τῶν Σαμαρειτῶν διά τόν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπε μοί πάντα ὅσα ποίησα. Ὡς οὔν ἦλθον πρός αὐτόν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτόv μεῖναι παρ' αὐτοῖς· καί ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καί πολλῶ πλείους ἐπίστευσαν διά τόν λόγον αὐτοῦ, τή τέ γυναικί ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν αὐτοί γάρ ἠκηκόαμεν, καί οἴδαμεν ὅτι οὑτός ἐστίν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.» 


Νεοελληνική απόδοση

Εκείνο τον καιρό πήγε ο Ιησούς στην πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, κοντά στον τόπο που έδωσε ο Ιακώβ στο γιο του Ιωσήφ. Ήταν δε εκεί ένα πηγάδι, που το είχε ανοίξει ο Ιακώβ· ο Ιησούς λοιπόν, κουρασμένος όπως ήταν από την οδοιπορία, πήγε και καθόταν απλά και ταπεινά κοντά στο πηγάδι· η ώρα ήταν πάνω κάτω μεσημέρι. Έρχεται μια γυναίκα Σαμαρείτισσα να βγάλει νερό. Της λέγει ο Ιησούς· δός μου να πιω. Σ' αυτή την ώρα οι μαθητές είχαν πάει στην πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα.

Του λέγει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτισσα· πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιεις νερό από μένα που είμαι Σαμαρείτισσα; Και το είπε αυτό, γιατί δεν έχουν συναναστροφή οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες. Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε· Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέγει, δός μου να πιω, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό. Του λέγει η γυναίκα: Κύριε, ούτε κουβά έχεις, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό; Μην τάχα είσαι συ πιο μεγάλος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωκε το πηγάδι και ήπιε απ' αυτό και αυτός και τα παιδιά του και τα κοπάδια του; Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε· όποιος πίνει από αυτό το νερό θα ξαναδιψάσει- αλλά όποιος θα πιει , από το νερό που εγώ θα του δώσω ποτέ δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του νερομάνα, που θα αναβλύζει αιώνια ζωή.

Του λέγει η γυναίκα- Κύριε, δός μου αυτό το νερό, για να μη διψώ μήτε να έρχομαι εδώ να βγάζω νερό. Της λέγει ο Ιησούς- πήγαινε φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ. Αποκρίθηκε η γυναίκα και είπε- δεν έχω άνδρα. Της λέγει ο Ιησούς- καλά είπες πως άνδρα δεν έχω- γιατί πέντε άνδρες είχες με τη σειρά, και αυτός τώρα που έχεις δεν είναι άνδρας σου- αυτό αλήθεια το είπες. Του λέγει η γυναίκα- Κύριε, θαυμάζω πως εσύ είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας προσκύνησαν σε τούτο το βουνό- και σεις λέτε πως στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος που πρέπει να προσκυνούμε. Της λέγει ο Ιησούς- γυναίκα, να με πιστέψεις, έρχεται ώρα που ούτε σε τούτο το βουνό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνάτε το Θεό. Σεις οι Σαμαρείτες αυτό που προσκυνάτε δεν το ξέρετε, εμείς οι Ιουδαίοι αυτό που προσκυνούμε το ξέρουμε, γιατί η σωτηρία προέρχεται από τους Ιουδαίους.

Αλλά έρχεται η ώρα, και ήρθε κιόλας, που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν το Θεό πνευματικά και αληθινά- γιατί τέτοιους ζητάει ο Θεός εκείνους που τον προσκυνούν. Ο Θεός είναι πνεύμα και εκείνοι που τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά πρέπει να τον προσκυνούν. Του λέγει η γυναίκα· ξέρω πως έρχεται Μεσσίας που λέγεται Χριστός- όταν έλθει εκείνος, θα μας τα πει και θα τα εξηγήσει όλα. Της λέγει ο Ιησούς- εγώ είμαι που σου μιλώ. Πάνω στην ώρα ήλθαν και οι μαθητές του και τους έκανε εντύπωση που μιλούσε με μια γυναίκα· όμως κανένας δεν του είπε , τι συζητάς η τι μιλάς μαζί της;. Άφησε λοιπόν τη στάμνα της η γυναίκα και έφυγε στην πόλη και λέγει στους ανθρώπους. Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκαμα· μήπως αυτός είναι ο Χριστός; Βγήκαν λοιπόν από την πόλη και έρχονταν προς αυτόν.

Στο μεταξύ οι μαθητές τον παρακαλούσαν- και του έλεγαν διδάσκαλε φάγε· Εκείνος τους είπε· εγώ έχω να φάγω φαγητό που εσείς δεν το ξέρετε. Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές μεταξύ τους· μήπως κανένας του έφερε να φάγει; Τους λέγει ο Ιησούς· δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα εκείνου, που με έστειλε και να τελειώσω το έργο του. Σεις δεν το λέτε ότι πλησιάζει ο καιρός του θερισμού; Να, σας λέγω, σηκώστε τα μάτια σας και κοιτάξτε πέρα στα χωράφια ότι είναι άσπρα, έτοιμα κιόλας για θερισμό (τα έθνη και τους λαούς εννοούσε). Και εκείνος που θερίζει παίρνει μισθό και μαζεύει καρπό για τη αιώνια ζωή, για να χαίρουν μαζί και εκείνος που σπέρνει και εκείνος που θερίζει. Εδώ εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, πως άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει.

Εγώ σας έστειλα να θερίζετε εκείνο για το οποίο σεις δεν έχετε κοπιάσει· άλλοι έχουν κοπιάσει και σεις μπήκατε στον κόπο τους. Και από την πόλη εκείνη πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ' αυτόν, επειδή τους έλεγε η γυναίκα και μαρτυρούσε πως μου είπε όλα όσα έκαμα. Όταν ήλθαν προς αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. και έμεινε εκεί δυο μέρες. Και ακόμη πιο πολλοί πίστεψαν με τη διδαχή που τους έκανε, και έλεγαν στη γυναίκα πως τώρα πια δεν πιστεύουμε, γιατί μας το λες εσύ, αλλά γιατί εμείς οι ίδιοι έχουμε ακούσει και ξέρουμε πως αυτός είναι πραγματικά ο Χριστός ο σωτήρας του κόσμου.


Ερμηνεία - αρχιμ. Καλλινίκου Νικολάου, ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού

Τό νερό, ἀγαπητοί μοῦ ἀδερφοί, εἶναι ἡ πιό πρόχειρη, ἡ πιό ἀπαραίτητη ὑλική ἀνάγκη. Τίποτε ἄλλο ἀπό ὅσα χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιά νά συντηρηθεῖ, τίποτε ἄλλο ἀπό ὅσα θέλει τό σῶμα γιά νά ἀναλάβει ἀπό τόν κάματο καί τήν ἐξάντληση, δέν εἶναι τόσο ποθητό, τόσο πρωταρχικό ὅπως τό νερό.

Ἔτσι καί ἡ Σαμαρείτιδα, ἡ γυναίκα πού ἦταν δοσμένη στίς ἡδονές τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἐκείνη τήν μεσημεριάτικη ὥρα, πού κίνεισαι καί πῆγε μέ τό σταμνί της στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ, τίποτε ἄλλο δέν συλλογιζόταν καί δέν εἶχες στό νοῦ τῆς ἀπό τό δροσερό νερό πού θά ἀντλοῦσε. Ἀλλά, ὅταν πλησίασε, εἶδε πλάϊ στό πηγάδι τοῦ πρόσκαιρου καί ὑλικοῦ ξεδιψάσματος τήν πηγή τοῦ αἰώνιου καί πνευματικοῦ ξεδιψάσματος. Εἶδε Ἐκεῖνον, πού εἶχε ἔρθει στή γῆ γιά νά προσφέρει ἕνα ἄλλου εἴδους νερό, τό νερό τῆς παντοτινῆς ἀναψυχῆς, τῆς ἀθανάτου ζωῆς, τό νερό, πού ὅταν τό πιεῖ μιά φορά κάνεις, ξεδιψᾶ γιά πάντα.

Ἤπιε, λοιπόν, ἀπό αὐτή τήν πηγή ἡ Σαμαρείτιδα. Ξέχασε τότε ὅλα τά θέλγητρα τοῦ κόσμου τούτου, ὅπου μάταια προσπαθοῦσε νά δροσίσει τήν καιόμενη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή της. Ξέχασε καί τό νερό, πού πήγαινε νά ἀντλήσει γιά νά δροσιστεῖ μέ αὐτό σωματικά. Ἄφησε, λοιπόν, λέγε ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής, τό σταμνί τῆς ἡ γυναίκα καί γύρισε στήν πόλη καί ἔλεγε στούς ἀνθρώπους, ἐλᾶτε νά δεῖτε ἕνα ἄνθρωπο πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;

Ρωτοῦσε ἡ ἀναγεννημένη ἄν ἦταν ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου ἐκεῖνος, πού τῆς εἶχε δώσει νά πιεῖ ἀπό τό νερό τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας. Αὐτή πιά τόν πίστευε ὁλότελα, τόν εἶχε καταλάβει ποιός ἦταν, γιατί εἶχε γευτεῖ τήν σωτηρία. Τό ἐρώτημα της εἶχε ἄλλο νόημα. Ἦταν ἕνα ἀποστολικό τέχνασμα, ἦταν μιά διακριτικότητα, ἕνα  λεπτό μεταχείρισμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ἀντί νά τούς μεταδώσει ἡ ἴδια τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ, τήν διδασκαλία πού εἶχε πέσει στήν καρδιά της καί τήν εἶχε ἀναστήσει ὅπως ἡ βροχή τήν ἔρημο, προτίμησε νά τούς ὁδηγήσει ἀπευθείας στήν πηγή, στό Χριστό. Καί γιά νά τό πετύχει, χρησιμοποίησε ἕνα δόλωμα ἄριστο στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τούς ἀνέφερε μονάχα ὅτι ἐκεῖνος τῆς εἶχε πεῖ τό ἁμάρτημα της, ὅτι δηλαδή εἶχε ζήσει μέ πέντε ἄντρες, καί ἔτσι κεντρίζοντας τους τήν περιέργεια τούς ἔφερε κοντά στό Σωτήρα.

Τότε λοιπόν, ὅτι εἶχε συμβεῖ στήν ἴδια, συνέβηκε καί σέ αὐτούς. Ἄκουσαν τόν Κύριο, ποτίστηκαν ἀπό τά ζωοποιό του νάματα καί ἀναγεννήθηκαν. Γι’ αὐτό καί ἔλεγαν κατόπιν στήν γυναίκα:<< οὐκέτι διά τήν λαλείαν πιστεύωμεν. Αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν καί οἴδαμεν, ὅτι αὐτός ἐστίν ἀληθῶς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός>>.

Μέ Ἐξαίσιο τρόπο, ἀγαπητοί ἀδελφοί, παριστάνει ὁ Μεγαλοφωνότατος Ἠσαΐας τά ἀποτελέσματα, πού ἐπρόκειτο νά ἔχει στίς ψυχές τό πότισμα τους ἀπό τήν πηγή, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἀποτείνεται ὁ Προφήτης σέ κάθε ψυχή καί τῆς λέει: <<ἔλα νά εὐφρανθεῖς, διψασμένη ἔρημος, ἔλα νά χαρεῖς καί νά ἀνθοβολίσεις καί νά γεμίσεις ἀπό δέντρα.>>

Γιατί; Διότι μέ τά νάμματα τοῦ Χριστοῦ, θά πάψεις νά εἶσαι μία ἔρημος. Θά βγάλεις τά λουλούδια τῶν Ἁγίων ἀποφάσεων καί θά στολιστεῖς μέ τό δάσος τῶν καλῶν ἔργων.

Ἡ Σαμαρείτιδα καί οἱ συντοπίτες της ἦταν ψυχές ἁμαρτωλές καί οὔτε ἀνῆκαν στόν ἐκλεκτό λαό. Ὅμως ὁ Κύριος τούς προσφέρει τό νερό τῆς ζωῆς, τούς ξεδιψᾶ μέ τά λόγια του, τούς εἰσάγει στήν βασιλεία του. Γιατί ἦρθε ἀκριβῶς γιά τούς πεσμένους, γιά τούς παραπεταμένους, γιά τούς ἁμαρτωλούς.

Τό νερό, πού χαρίζει, προορίζεται γιά ὅλους καί ὄχι γιά λίγους. Εἶναι πολύτιμο, πανάκριβο. Ἡ ἀξία του ξεπερνᾶ ἄπειρα ὅλους τούς θησαυρούς τῆς γῆς. Ἀλλά τό χαρίζει, τό δίνει δωρεάν, καλεῖ τόν καθένα νά πιεῖ ἀπό αὐτό.

Καί τώρα θά ρωτήσεις. Πού μπορῶ καί ἐγώ νά 'βρω αὐτό τό νερό; Ἡ Σαμαρείτιδα καί οἱ συντοπίτες της εἶχαν μπροστά τους τόν ἴδιο τόν Κύριο. Ἐγώ, ὅμως, πού νά 'βρω τήν πηγή, πού ἐκεῖνοι βρῆκαν; Ἡ πηγή εἶναι μπροστά σου, ὅπως καί σέ ἐκείνους. Εἶναι τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὅπου δέ θά δεῖς ἁπλά λόγια ἀλλά μέσα ἀπό τά λόγια αὐτά τόν ἴδιο τόν Κύριο. Ἄνοιξε, λοιπόν, τό φράγμα τῶν δισταγμῶν καί ἄφησε νά περάσουν στήν ψυχή σου αὐτά τά λόγια, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού εἶναι τά νάματα τῆς ζωῆς, πού εἶναι τό νερό τοῦ αἰώνιου ξεδιψάσματος. Δέξου τό νερό αὐτό, ὅπως τό δέχτηκαν ἡ Σαμαρείτιδα καί οἱ ἄλλοι, πού χάρι σέ ἐκείνη ὁδηγήθηκαν κοντά στό Χριστό.

Χτύπα αὐτούς τούς δισταγμούς, ὅπως ἡ Ἰουδήθ χτύπησε τόν Ὀλοφέρνη, ὥστε νά φύγουν ἀπό τή μέση καί νά ἀφήσουν τό νερό τοῦ εὐαγγελίου νά σέ ζωοποίησει, ὅπως ζωοποιήθηκαν κατόπιν οἱ κάτοικοι τῆς Βαιτυλούας ἀπό τήν πηγή πού τούς κρατοῦσαν ἡ Ἀσσύριοι.

Γιατί χωρίς νά διωχθοῦν ἡ λογισμοί τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς ὀλιγοπιστίας, τό εὐαγγέλιο δέν μπαίνει στήν ψυχή, δέν τήν ἀρδεύει, δέν τήν ἀναζωογονεῖ. Γιά νά πιοῦμε αὐτό τό νερό, πρέπει πρῶτα πρῶτα νά μοιάσουμε στή Σαμαρείτιδα Καί στούς συμπολίτες της, πού δέν ἄκουσαν τόν Ἰησοῦν μέ ἐπιφυλακτικότητα, μέ διάθεση νά τοῦ ἀντισταθοῦν. Ἀλλά τί ἔκαναν; Τοῦ πρόσφεραν μέ ταπείνωση, μέ καλή προαίρεση, μέ προθυμία, καί  ἕτοιμη μετάνοια, τό σταμνί τῆς ψυχῆς τους γιά νά τό γεμίσει Ἀπό τήν πηγή τῆς Σοφίας καί τῆς ἀγάπης του. Μέ αὐτό, λοιπόν τόν τρόπο κι ἐσύ δέξου τά νάμματα τῆς ζωῆς ἀπό τόν Κύριο.

Σχόλια

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Αν τυχόν κάποια εικόνα ή κείμενο που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα μας υποκύπτει σε πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στη διεύθυνση appauloskarea@gmail.com για να αναφέρετε τυχόν αντιρρήσεις σας ως προς τη δημοσίευση τέτοιου υλικού.