Ιω. Κ', 19-31
Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται. Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Νεοελληνική απόδοση
Την ίδια εκείνη μέρα, την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που είδαν τον Κύριο. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: «Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς». Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι». Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν Δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας». Αυτός όμως τους είπε: «Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δε βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δε θα πιστέψω». Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε εσύ το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις και πίστεψε». Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Του λέει τότε ο Ιησούς: «Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου· μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!» Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο. Αυτά όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι’ αυτού τη ζωή.
Ερμηνεία - αρχιμ. Καλλινίκου Νικολάου, ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού
«Εἰρήνη ὑμῖν»
(Κυριακή τοῦ Θωμᾶ 23.04.2023)
Ἀγαπητοί μου, Χριστός Ἀνέστη-Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Κλειστές καί σφαλισμένες ἦταν οἱ πόρτες τοῦ ὑπερώου ἀγαπητοί μου ὅπου εἶχαν συναχθεῖ καταπτοημένοι καί περίφοβοι οἱ μαθητές. Καί χωρίς νά τούς ἀνοίξει τίς πέρασε ὁ ἀναστημένος Κύριος, στάθηκε στή μέση ἔγινε ὁρατός καί ἀκουστός στούς φίλους του καί τούς χαιρέτησε. Εἰρήνη σέ σᾶς. Ἔγινε ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού δέν περίμεναν, ἐκεῖνο ὅπου δέν πήγαιναν οἱ λογισμοί τους. Οἱ Μυροφόρες τούς εἶχαν ἤδη ἀναγγείλει τήν Ἀνάσταση. Ἀλλά αὐτοί δέν τίς εἶχαν πιστέψει, θεωρώντας τά λόγια τους παραλήρημα Τί περίμεναν οἱ Ἀπόστολοι; Nά ἔρθουν οἱ Ἰουδαῖοι καί νά τούς πάρουν καί αὐτούς ὅπως τόν διδασκάλο τους, γιά νά τούς ὁδηγήσουν στή σφαγή. Ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά τούς σκεφτεῖ; Ποιός ἄλλος θά εἶχε λόγο νά ἔρθει ἐκεῖ καί νά τούς ἐπισκεφθεῖ; Ποιός θά μποροῦσε νά ἀσχοληθεῖ μαζί τους; Ἐκεῖνος πού τούς ἀγαποῦσε πού εἶχε ὅσο κανείς ἄλλος θέση στόν ὅμιλό τους, ὁ γλυκύτατος Κύριος ἦταν ἀποθεμένος ἄπνους στούς κόλπους τῆς γῆς. Οἱ ὄχλοι πού ἐδῶ καί λίγες ἡμέρες τόν εἶχαν ὑποδεχτεῖ μέ τά κλαδιά τῶν Φοινίκων καί εἶχαν ζηλέψει τούς φίλους καί τούς διαλεχτούς του, τώρα οὔτε τούς σκέφτονταν κἄν. Κι’ ἄν τούς σκέφτονταν θά ἔνιωθαν περιφρόνηση. Μονάχα οἱ ἱερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ἔχοντας θανατώσει τόν Χριστό θά ἤθελαν ἴσως νά βάλουν χέρι καί στούς στενούς φίλους του. Μονάχα αὐτοί ἴσως νά συλλογιζόταν τούς Ἀποστόλους καί νά ἔστελναν μία ἄλλη σπείρα γιά νά τούς πιάσει. Ἀλλά νά πού δέν ἔγινε ἔτσι. Δέν συνέβηκε τό κακό πού ἡ ἀνθρώπινη ὀλιγοπιστία προσδοκοῦσε, ἀλλά τό μέγιστο καλό πού ἡ θεία ἀγάπη καί δύναμις εἶχε ἑτοιμάσει. Ὁ Ἰησοῦς μέ σάρκα καί ὀστά ἀναστημένος ἀπό τόν τάφο διάβηκε μέ τό ἔνδοξο ἀφθαρτισμένο καί πνευματικό σῶμα του τίς κλειστές πόρτες τοῦ ὑπερώου, παρουσιάστηκε στούς φίλους του καί τούς ξαναχαιρέτησε μέ τόν ἀξέχαστο καί γλυκύτατο ἐκεῖνο χαιρετισμό, πού τόσο συχνά τούς εἶχε ἀποτείνει: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Εἰρήνη σέ σᾶς. «Ἄς σκορπίσουν ἀπό τίς ψυχές σας ὁ φόβος καί ἡ ἀπόγνωση. Ἄς αἰθριάσει ὁ νοῦς σας. Κοιτάχτε τά χέρια μου καί τήν πλευρά μου. Ἐγώ εἶμαι, ὁ ἴδιος. Ἐγώ εἶμαι, ὁ Δεσπότης καί διδάσκαλός σας. Ὁ Ἅδης δέν μέ κράτησε, τό σκότος δέν μέ κατάπιε, ἡ φθορά δέν μέ κυρίευσε. Ὁ τάφος μέ ξενοδόχησε γιά λίγο, ἡ γῆ μέ φύλαξε πρός ὥρας. Ἀναστήθηκα ἀπό τούς νεκρούς καί ἦλθα νά σᾶς δῶ, νά μιλήσω μαζί σας, νά φάω ἀπό τό φαΐ σας. Ἄς ἔλθει λοιπόν, ἡ εἰρήνη στίς ταραγμένες καρδιές σας, ἄς ἀναστηθεῖ ξανά ἡ πίστη σας.
«Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πάλιν αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν».
Εἰρήνη σέ σᾶς, ἄλλη μιά φορά. Ὅπως μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου, ἔτσι καί ἐγώ τώρα στέλνω ἐσᾶς. «Καί τοῦτο εἰπών ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Πᾶρτε, δεχτεῖτε τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μέ αὐτό ὁ Πατέρας μου μέ σήκωσε ἀπό τό μνῆμα καί μέ δόξασε. Δεχτεῖτε τό ζωοποιό Πνεῦμα, γιά νά σηκωθεῖτε κι ἐσεῖς ἀπό κάτω, ὅπου κείτεται ἡ πίστη σας, ἡ ἀγάπη σας, ἡ ἐλπίδα σας. Ἀναστηθεῖτε καί ἐσεῖς στήν καινούργια, τήν ἀθάνατη ζωή. Ἐγερθεῖτε, γιά νά μή γνωρίσετε ἀπό δῶ καί πέρα τήν ἀκινησία καί τό συμμάζωμα, ἀλλά νά διατρέξετε τήν οἰκουμένη σάν ἀετοί καί νά φέρετε στίς ψυχές το φῶς τῆς Ἀναστάσεώς μου. Λάβετε τό Πνεῦμα τοῦ Πατρός μου, γιά νά περάσετε κι ἐσεῖς, ὅπως ἐγώ ἀπό τόν σφραγισμένο τάφο καί τίς κλειστές αὐτές πόρτες, γιά νά περάσετε καί ἐσεῖς ἀπ’ ὅλα τά ἐμπόδια καί νά δώσετε σέ ὅλους τήν εἰρήνη πού ἐγώ σᾶς δωρίζω.
«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον», σημειώνει ο εὐαγγελιστής, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Ποιοῖ μαθηταί; Ὄχι ὅλοι, ἀλλά οἱ δέκα μόνο. Διότι ἔλειπαν δύο. Ἕνας, πού δέν ἐπρόκειτο νά ξαναγυρίσει ποτέ πιά, ὁ προδότης. Κι’ ἕνας, πού ἄξιζε περισσότερο ἀπ’ ὅλους νά δεῖ αὐτή τήν ἡμέρα τόν Κύριο, ὁ Θωμᾶς ὁ Δίδυμος. Γιατί ἦταν μιά καρδιά πιό δυνατή ἀπό τίς ἄλλες. «Θωμᾶς δέ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ’ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς», σημειώνει πάλι ὁ εὐαγγελιστής. Δέν ἦταν, λοιπόν, μαζί τους. Εἶχε βγεῖ ἔξω, ἴσως γιά νά προμηθευτεῖ τρόφιμα, ἴσως γιά νά μάθει τίποτε ἀπό τίς προθέσεις τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Δέν φοβόταν αὐτός, ὅπως οἱ ἄλλοι. Δέν τόν ἔνοιαζαν οἱ κίνδυνοι. Καί πώς αὐτό πράγματι ἔτσι ἦταν, τό βλέπεις ἀπό τή συμπεριφορά αὐτοῦ τοῦ μαθητοῦ σέ μιά ἄλλη περίσταση, πού τήν ἀναφέρει ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής, ὁ Ἰωάννης. Ὅταν ὁ Κύριος ξεκίνησε νά πάει στή Βηθανία, γιά νά ἀναστήσει τόν Λάζαρο, οἱ ἄλλοι μαθητές θέλησαν νά τόν ἀποτρέψουν, γιατί οἱ Ἰουδαῖοι σχεδίαζαν νά τόν λιθοβολήσουν. Τότε ὁ Θωμᾶς μπῆκε στή μέση καί τούς εἶπε:
–«Ἄγωμεν καί ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Αὐτός, λοιπόν, ὁ γενναῖος μαθητής ἔλειπε, ὅταν γιά πρώτη φορά εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι τόν ἀναστημένο Κύριο. Κι’ ἦταν, ἀκριβῶς γιά τή γενναιότητα του, ἐκεῖνος πού ἄξιζε πιό πολύ ἀπ’ ὅλους αὐτή τή χαρά.
Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς τοῦ τήν ἐπεφύλαξε ξεχωριστή. Ἦλθε ὕστερα ἀπό ὀχτώ μέρες εἰδικά γι’ αὐτόν. Καί τοῦ σκόρπισε μονομιᾶς τή φυσική καί δικαιολογημένη δυσπιστία πού ἔδειξε, ὅταν οἱ συμμαθητές του, τοῦ ἀνήγγειλαν ὅτι εἶχαν δεῖ τόν Κύριο.
Μακάρι ὅλοι μας νά ἀξιωθοῦμε μιᾶς τέτοιας θεοπτίας γιά νά ἐξαφανιστοῦν οἱ λογισμοί τῆς δυσπιστίας, τῆς κακότητας καί τῆς ἀνυπακοῆς ἀπέναντι στόν Κύριό μας.
Χριστός Ἀνέστη!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου