Κυριακή Δ' Νηστειών: Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος

Μαρκ. Θ', 17-31

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις πρόσηλθε τῷ Ἰησοῦ γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, φήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· Καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σοῦ ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει ὢ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρὸς μέ. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.

Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν εἰς τὸ πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτὸν ἀλλ’ εἰ τὶ δύνασαι, βοηθῆσαν ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ' ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε- πιστεύω, κύριε βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοὶ ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ' αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτὸν καὶ ἀνέστη.

Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ' ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστεία. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τὶς γνῶναι. ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενούσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἥμερα ἀναστήσεται».

Νεοελληνική απόδοση

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε· Διδάσκαλε,· σου έφερα το γιο μου, που έχει πνεύμα άλαλο· Και όπου τον πιάσει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται· και είπα στους μαθητές σου για να το βγάλουν και δεν μπόρεσαν. Και ο Ιησούς του αποκρίθηκε και λέγει· Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας ως πότε θα σας βαστάξω; Φέρτε μου εδώ το παιδί. Και του το έφεραν. Και όταν το παιδί είδε τον Ιησού, αμέσως το πονηρό πνεύμα το τράνταξε και έπεσε στη γη και κυλιόταν αφρίζοντας.

Και ο Ιησούς ρώτησε τον πατέρα του· Πόσος καιρός είναι από τότε που το έπαθε; Και ο πατέρας είπε· Από τότε που ήταν παιδί. Και πολλές φορές και στη φωτιά τον έριξε και στο νερό για να τον ξεκάμει· μα αν κάτι μπορείς, λυπήσου μας και βοήθησε μας. Και ο Ιησούς του είπε· Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σ' εκείνον που πιστεύει. Και αμέσως έβαλε φωνή ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και είπε· Πιστεύω Κύριε· βόηθα με στην απιστία μου. Και όταν είδε ο Ιησούς πως μαζεύεται κόσμος, μίλησε αυστηρά στο ακάθαρτο πνεύμα και του λέγει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, να βγεις από το παιδί και να μην ξαναμπείς σ' αυτό. Και το πνεύμα, αφού έβαλε μεγάλη φωνή και τράνταξε δυνατά το παιδί, βγήκε· και το παιδί έγινε σαν νεκρό, ώστε πολλοί να λέγουν πως πέθανε. Και ο Ιησούς το ‘πιασε από το χέρι και το σήκωσε και εκείνο στάθηκε ορθό.

Και όταν ο Ιησούς πήγε στο σπίτι οι μαθητές του τον πήραν κατά μέρος και τον ρωτούσαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Και τους είπε· Τα πονηρά πνεύματα με κανέναν τρόπο δε βγαίνουν παρά μόνο με προσευχή και με νηστεία. Και αφού βγήκαν από εκεί διάβαιναν κρυφά μέσα από τη Γαλιλαία και κανείς δεν ήθελε να το ξέρει. Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε πως ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και αφού πεθάνει την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. 

Κήρυγμα, αρχιμ. Καλλινίκου Νικολάου, ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού

Ὑπερμεσάσαντες κατά τόν ἱερόν ὑμνωδόν τήν ἁγίαν καί μεγάλη Τεσσαρακοστήν, φθάσαμε αἰσίως εἰς τήν τετάρτη Κυριακή τῶν ἁγίων νηστειῶν, ὅπως ἐθέσπισαν οἱ ἅγιοι πατέρες τιμοῦμε καί προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἱερά μορφή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, τοῦ καί συγγραφέως τῆς Κλίμακος.

Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μᾶς τονίζει τό θέμα τῆς πίστεως. Ἄς τό παρακολουθήσουμε γιά νά καταλάβουμε τά νοήματα πού προέρχονται ἀπό αὐτό.

Λίγο πιό πρίν ἀπό τή σημερινή περικοπή, στό συνεχές κείμενο μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, ὅτι οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου εἶχαν μία συζήτηση μέ κάποιους ἀπό τούς Γραμματεῖς καί ὑπῆρχε ὄχλος ἱκανός γύρω ἀπό αὐτούς. Ὅταν ὁ Χριστός πλησίασε, ὁ ὄχλος θαμπώθηκε «καί προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν».  Ὁ Κύριος μή χάνοντας τήν εὐκαιρία ρώτησε τούς Γραμματεῖς οἱ ὁποῖοι εἶχαν παρασύρει στό δίχτυ τῆς ματαιολογίας τούς ἁπλοϊκούς μαθητές.

Τί συζητεῖτε μεταξύ σας;

 Ἀλλά πρίν ἐκεῖνοι προλάβουν νά τοῦ ἀπαντήσουν, καί ἀπό δῶ ξεκινάει τό σημερινό ἀνάγνωσμα, ἕνας ἄνθρωπος βγαίνοντας ἀπό τόν ὄχλο τοῦ εἶπε:

-Διδάσκαλε, ἔφερα τό παιδί μου νά τό γιατρέψεις. Εἶναι δαιμονισμένο, ὁ Σατανᾶς τοῦ ἔχει πάρει τήν μιλιά καί τό ρίχνει κάτω καί χτυπιέται καί ἀφρίζει καί τρίζει τά δόντια καί μένει ξερό.

Καί εἶπα πρῶτα στούς μαθητές σου νά τό θεραπεύσουν, ἀλλά δέν μπόρεσαν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὁδηγήθηκε ὡς ἐκεῖ ἀπό τήν πίστι του. Δέν εἶχε καμία ἐλπίδα στούς γιατρούς καί τούς κομπογιαννίτες στούς ὁποίους ἀσφαλῶς θα εἶχε τρέξει πρίν καί θά τοῦ εἶχαν πάρει πολλά χρήματα. Πρίν ἀνοίξει, λοιπόν, τό στόμα του κανείς ἀπό τούς Γραμματεῖς, στόμα ἀπό ὅπου θά ἔβγαιναν τά λόγια τῆς ὑπερηφανείας, τῆς πονηρίας καί τῆς ἀσεβείας προφθάνει νά παρουσιαστεῖ μπροστά στόν Κύριο ὁ πόνος καί ἡ ἀπαντοχή μίας ἀξιολύπητης της καρδιᾶς, τῆς καρδιᾶς ἐκείνου τοῦ βασανισμένου πατέρα.

Αὐτός πράγματι, ἀδελφοί μου, ἀξίζει νά ἀπασχολήσει τό Διδάσκαλο. Ἡ δοκιμασία καί ἡ θλίψη τόν σμίλεψαν, τοῦ ἔδωσαν ταπείνωση, συντριβή, καί ἐλπίδα στό Θεό. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος πού αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἕνας ὑποκριτής.  Σάν ὅλους τούς ἄλλους Γραμματεῖς, πού ἔχουν τόν Θεό πρόφαση, γιά νά καλοπερνοῦν σέ τοῦτο τόν κόσμο.

Ὡστόσο ὁ Ἰησοῦς δέν τοῦ αποκρίθηκε στήν ἀρχή μέ γλυκό τρόπο. Στό πρόσωπο τοῦ πατέρα ἐκείνου φαίνεται σάν νά βλέπει ὅλο τό ἄστατο ἀνθρώπινο γένος, πού σάν τό πλήξουν οἱ συμφορές τότε θυμᾶται τόν Θεό καί τόν πλησιάζει μέ πίστη πού ἔχει ξανά ἀνάψει μέσα του, ἀλλά πού δέν εἶναι παρά ἀπιστία, ἀφοῦ τόν κάνουν ὑλικοί λόγοι γιά νά παρουσιαστεῖ. Ὦ! γενεά ἄπιστος ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; Ἕως πότε ἀνέξωμαι ὑμῶν;

Εἷναι δίκαιη ἡ ἀγανάκτηση αὐτή.  Ἄν δέν εἶχε τό παιδί του ἄρρωστο καί ἄν ὁ ἴδιος δέν βρισκόταν σέ ἀδιέξοδο, δέν θά βρισκόταν γονατισμένος μπροστά στό θεῖον ἔλεος.  Θά ἦταν καί αὐτός ἕνας ἀπό τούς χλιαρούς πού περιτριγυρίζουν τόν Θεό χωρίς νά τόν ἐννοοῦν. Ἔτσι ἡ φράσις «γενεά ἄπιστος» δέν εἶναι ὑπερβολική καί ἄδικη ἀπό τόν Χριστό.

Ἀλλά ἀμέσως ὁ Χριστός ἀλλάζει τή στάση του δείχνοντας τό θεϊκό ἔλεος καί φιλανθρωπία καί τούς καλεῖ νά τό φέρουν μπροστά του, καί τόν φέρνουν. Τότε ἀποκαλύπτεται ἡ θεϊκή του ὑπόσταση. Τό παιδί ἀρχίζει νά πέφτει κάτω καί νά κυλιέται γιατί τό δαιμόνιο πού βρισκόταν μέσα του ἄρχιζε νά ταράσσεται.  Δέν μπορεῖ ὁ διάβολος νά ἀντέξει νά εἶναι κοντά μέ τήν θεϊκή χάρι γι’ αὐτό καί θέλει νά βγεῖ ἀπό τό παιδί καί νά ἐξαφανιστεῖ.  Ὁ Ἰησοῦς γυρίζει πρός τόν πατέρα καί ἐκεῖνος καρφώνοντας ἱκετευτικά τά μάτια του πρός τόν διδάσκαλο τόν παρακαλεῖ ἐκ νέου.

«Βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς». Ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ πατέρα περισσότερο ἀπό τήν λύπη πού εἶχε τόσο καιρό μέ τό νά βλέπει τό παιδί του σέ ἐκεῖνο τό φρικῶδες κατάντημα, ἔχει μαστιγωθεῖ ὀδυνηρά ἀπό τήν ἀγανάκτηση τοῦ Κυρίου. Καταλαβαίνει ὅτι πράγματι ἀνήκει στήν ἄπιστη γενιά, ὅτι ἡ ἐπιτίμηση πού ἄκουσε τοῦ ἀξίζει.

Ὅμως, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε ὁ Χριστός δέν ἦλθε νά κρίνει καί νά καταδικάσει.  Ἦλθε γιά νά σώσει.

Γι’ αὐτό λέγει στόν δυστυχισμένο πατέρα «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

 Εἶναι σάν νά τοῦ λέγει: Ἔστω καί παρασυρμένος ἀπό τήν ὑλική ἀνάγκη, μπορεῖς νά γίνεις δικός μου. Δέν ἀπορρίπτω αὐτή τήν ἑτεροκίνητη καί ἰδιοτελή πίστη. Ἡ εὐεργεσία πού θά σοῦ κάνω εἶναι ἱκανή νά τήν ἀλλάξει σέ ἁγνή καί ἀνιδιοτελή. Μπορεῖς νά ἔχεις τέτοια πίστι; Tή θέλεις πραγματικά;

Kαί τότε ἀδερφοί μου ὁ πατέρας ἐκεῖνος ἀποκρίνεται μέ τήν ὡραία καί ἀνεκτίμητη φράση, πού πρέπει ὅλοι μας νά τήν λέμε στόν Χριστό. Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ναί πιστεύει, θέλει νά πιστεύει ὅπως ἀπαίτησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπόλυτα, καθαρά, σταθερά χωρίς τίποτα τό κατώτερο.

Ἀλλά μία τέτοια πίστη εἶναι μεγάλη ὑπόθεση. Ποιός μπορεῖ νά εἶναι βεβαίως ὅτι τήν ἔχει, ὅτι τήν διαθέτει. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος δέν μένει μόνο στήν ὁμολογία τῆς πίστεως, ἀλλά προχώρα στό νά ζητήσει βοήθεια ἀπό τόν Θεό. Πιστεύει, ἀλλά ἡ πίστις του εἶναι ἀδύναμη, εἶναι λίγη, χλιαρή καί ἄν δέν τόν βοηθήσει ὁ Θεός τότε θά χαθεῖ ὁλοτελῶς, θά ἐκλείψει καί θά περιέλθει στήν ἀπιστία.

Δέν ὑπάρχει ἀγαπητοί μου πιό ἀκριβής διατύπωση ἀπό αὐτό τό ὀξύμωρο, ἀπό αὐτή τήν φαινομενικά παράλογη ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου. «Πιστεύω βοήθησέ μου τήν ἀπιστία μου»

Εἶναι ἡ διατύπωση τῆς πίστεως πού κλείνουμε στά στήθη μας, οἱ περισσότεροι.  Ἔχουμε κάποια πίστι, μία σπίθα πίστεως, ἀλλά πού κινδυνεύει κάθε τόσο νά σβήσει κάτω ἀπό τήν πολλή στάχτη.

Ἡ ἀπιστία μας εἷναι μεγαλύτερη ἀπό τήν πίστι μας. Χωρίς ἀναστήλωση καί ἀναθέρμανση ἀπό τό Θεό, ἡ καρδιά μας δέν μπορεῖ νά σταθεῖ.  Βαριά ὅπως εἶναι ἀπό τίς ὑλικές μέριμνες θά καταπέσει ἀπό τό ὕψος τῆς ἀληθινῆς πίστεως.

Ἄς βοηθήσει λοιπόν ὁ Θεός γιά νά γίνουμε πιστοί ἄνθρωποι, ὅπως τό περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου καί δώσω σοι τόν στέφανο τῆς ζωῆς».

Σχόλια

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Αν τυχόν κάποια εικόνα ή κείμενο που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα μας υποκύπτει σε πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στη διεύθυνση appauloskarea@gmail.com για να αναφέρετε τυχόν αντιρρήσεις σας ως προς τη δημοσίευση τέτοιου υλικού.