Λουκ. ιη', 18-27
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις πρόσηλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληονομήσω; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τὶ μὲ λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. Τάς ἐντολὰς οἶδᾳς· μὴ μοιχεύσης, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψης, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα Καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἓν σοὶ λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἢν γὰρ πλούσιος σφοδρά.
Ἰδών δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπέ- πως δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιὰς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.
Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τὶς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».
Νεοελληνική απόδοση
Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, πειράζοντας τον και λέγοντας· Άγιε διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Και ο Ιησούς του είπε· Γιατί με λες άγιο; Κανένας δεν είναι άγιος παρά μόνο ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις· μην πειράξεις ξένη γυναίκα, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην πάρεις ψεύτικο όρκο, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Και εκείνος είπε· όλα αυτά τα έχω τηρήσει πιστά από τα μικρά μου χρόνια. Και όταν άκουσε αυτά ο Ιησούς, του είπε· ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πούλησε τα και μοίρασε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό και έλα να με ακολουθείς. Αλλά εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έπεσε σε μεγάλη λύπη· γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος.
Όταν τον είδε ο Ιησούς που λυπήθηκε τόσο πολύ, είπε· πόσο δύσκολα εκείνοι που έχουν χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι πιο εύκολο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα της βελόνας παρά πλούσιος μπει στη βασιλεία του Θεού.
Τότε είπαν εκείνοι που τον άκουσαν: ποιος μπορεί να σωθεί; Και ο Ιησούς είπε τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό.
Ερμηνεία
Βαθύς ο πόθος της θρησκευτικότητας και της λυτρώσεως. Παντοτινός, άλλοτε έντονος και άλλοτε χαλαρός, ο πόθος της αιωνιότητας, της γνώσεως του θείου θελήματος, της οδού, ή οποία όμως οδηγεί στον ουρανό. Αλλά εμείς οι άνθρωποι, πολλοί από μας, θέλουμε μερικές φορές να συμβιβάσουμε την κοσμική ζωή με τη θρησκευτικότητα, την απόλαυση των υλικών αγαθών με την απόκτηση των αγαθών του ουρανού. Και αυτά και εκείνα.
Κάπως τέτοια ήταν η ψυχική κατάσταση και η διάθεση του πλούσιου νέου. Ήταν αυτός πλούσιος και μάλιστα πολύ πλούσιος, όπως μας πληροφορεί ο ιερός ευαγγελιστής. Κατείχε και αξίωμα στην κοινωνία · ήταν «ἀρχῶν». Επιπλέον ήταν και νέος κατά την ηλικία. Είχε δηλαδή, όπως νομίζει ο κόσμος, όλα τα εφόδια για μια άνετη κοσμική ζωή. Αλλά δεν τον ικανοποιούσε κατά βάθος ο κόσμος και οι τέρψεις του κόσμου, η απόλαυση του πλούτου και της δόξας των αξιωμάτων. Όχι ότι τα αποστρεφόταν, αλλά ότι ήθελε να ζει και την κατά Θεόν ζωή. Επιθυμούσε να βρει κάποιον τρόπο, ώστε να συμβιβάσει τον πλούτο με την ευσέβεια · να έχει τα αγαθά του και συγχρόνως να είναι εντάξει και με το νόμο του Θεού. Μέχρι τότε κατέβαλε κάποιες προσπάθειες και κάτι φαίνεται, ότι είχε κατορθώσει. Αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένος. Κάποιοι νυγμοί της συνειδήσεως του έλεγαν, ότι δεν είναι εντάξει απέναντι στον Θεό, ότι είναι αμφίβολο, αν θα κερδίσει την αιώνια ζωή.
Και πράγματι, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Χριστός, περί του οποίου πολλά ασφαλώς είχε ακούσει, βρισκόταν εκεί, τον πλησίασε και με ευλάβεια τον ρώτησε τι έπρεπε να κάνει, για να αποκτήσει την αιώνια ζωή, τη χαρά και τη δόξα του ουρανού. Ο Κύριος του απάντησε ότι έπρεπε να τηρήσει τις εντολές του μωσαϊκού νόμου · το «μή μοιχεύσεις, μήν κλέψεις, μή ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα σου καί τή μητέρα σου» και επιπλέον όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος τη βασίλισσα των αρετών, την αγάπη προς τον πλησίον. «καί ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σέ αὐτόν», πρόσθεσε ο Κύριος. Ο νέος αυτός για να φανεί ότι είχε τηρήσει το νόμο, για να πάρει ίσως και κάποια επιβεβαίωση από το Κύριο, ότι καλώς βαδίζει προς την αιώνια ζωή, απάντησε ότι όλα αυτά τα έχει τηρήσει από της εφηβικής και Νεανικής ηλικίας, «ἐκ νεότητος αὐτοῦ».
Στην απάντηση, που έδωσε, φαίνεται καθαρά ότι ούτε το νόμο του Θεού γνώρισε κατά βάθος, ούτε ακριβή γνώση του εαυτού του είχε. Είχε μορφώσει την πεπλανημένη αντίληψη, για να ικανοποιεί τον εαυτό του, ότι καλά πορεύεται και έμενε σε αυτήν. Αλλά και αν ακόμη είχε τηρήσει τις αρνητικές εντολές του νόμου και είχε αποφύγει τα χοντρά και αποκρουστικά αμαρτήματα, όπως είναι ο φόνος, η κλοπή, η μοιχεία, η ασέβεια προς τους γονείς, είχε όμως εκπληρώσει και την εντολή της αγάπης; Αγαπούσε πράγματι τον πλησίον του ως εαυτόν; Και τότε πως εξηγείται το γεγονός, ότι «ἦταν πλούσιος σφόδρα», ενώ χιλιάδες φτωχών και γυμνών και στερημένων υπήρχαν ολόγυρα του;
Ο Κύριος για να τον βγάλει από την πλάνη του, για να του φανερώσει την πραγματική αδυναμία, να το κάνει δε να εννοήσει, ότι η θρησκευτικότητα του ήταν ατελής και επιφανειακή, του είπε: «ένα ακόμα σου λείπει, πούλησε τα υπάρχοντα σου, τα διεμοίρασε στους φτωχούς, πάρε τον Σταυρό της αυταπαρνήσεως και έλα κοντά μου, όπως ένας από τους δώδεκα μαθητές μου». Εκείνος στενοχωρήθηκε πολύ. Έγινε «περίλυπος». «ἐστύγνασε», μας λέγει ο ιερός ευαγγελιστής Μάρκος. Συννέφιασε το πρόσωπο του, έγινε σκυθρωπός «καί ἀπῆλθε λυπούμενος»!
Βαρύς και ασήκωτος του φάνηκε ο λόγος του Κυρίου. Δύσκολος και ακατόρθωτος ο δρόμος του ουρανού. Αυτός ποθούσε βέβαια την αιώνια ζωή, χωρίς όμως να στερηθεί τις τέρψεις του πλούτου και τη δόξα του αξιώματος. Ήθελε να κρατήσει το Μαμμωνά, αλλά χωρίς να χάσει και τα δικαιώματα επί του ουρανού, να είναι φίλος του κόσμου, αλλά και τέκνον του Θεού. Ήθελε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα!
Αυτό δυστυχώς συμβαίνει και με πολλούς ανθρώπους. Φοβούνται αυτοί τον Θεό. Θέλουν την αιωνιότητα, αποφεύγουν τα βαριά αμαρτήματα, πηγαίνουν στην Εκκλησία, τηρούν κάποιες νηστείες, κοινωνούν κάποτε - κάποτε, ανάβουν το καντήλι στο εικονοστάσι του σπιτιού τους, καίουν λιβάνι. Μελετούν θρησκευτικά βιβλία και με ευλάβεια κάνουν το σταυρό τους. Κανείς δεν τα κατηγορεί αυτά. Αλλά αυτά είναι τα μόνα - άλλωστε όχι και τόσο δύσκολα- που πρέπει να τηρήσουν; Ερεύνησαν τη ζωή τους, μήπως υπάρχουν μερικές αδυναμίες μέσα τους, από τις οποίες δε θέλουν να λυτρωθούν; Μήπως υπάρχουν μερικοί αμαρτωλοί δεσμοί προς πρόσωπα και πράγματα, από τους οποίους δε θέλουν να απαλλαγούν; Ρώτησαν ειλικρινά τη συνείδηση τους να τους πληροφορήσει, αν αγαπούν με όλη τους την καρδιά τον Κύριο και τον πλησίον όπως τον εαυτό τους; Είναι πρόθυμοι να απαρνηθούν μερικά θελήματα τους, μερικές ανέσεις και ιδιορρυθμίες τους προς χάριν του Κυρίου και προς εξυπηρέτηση του πλησίον;
Δεν ζητεί από όλους ο Κύριος να εγκαταλείψουν τα πάντα, να πάρουν το Σταύρο και τον δρόμο του ιεραπόστολου. Ζητεί όμως μερικές θυσίες. Είμαστε πρόθυμοι για αυτές, ή μήπως αρκούμαστε σε μια τυπική θρησκευτικότητα;
Το θέμα είναι πολύ σπουδαίο και πρέπει σοβαρά να μας απασχολήσει, εάν πράγματι ποθούμε την αιώνια ζωή. ΑΜΗΝ.
Αρχιμ. Καλλινίκου Νικολάου, ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου