Κυριακή Ζ' Λουκά - Η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου και η θεραπεία της αιμορροούσης

Λουκ. η', 41 - 56

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις πρόσηλθε τῷ Ἰησοῦ, ὢ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὕπηρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἢν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὔτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν.

Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥῦσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τὶς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σῦν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσι σὲ καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τὶς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν ἥψατό μου τίς· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ ἐμοῦ.

Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι΄ ἢν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτή· θάρσει θυγάτερ, ἡ πίστις σου σέσωκε σέ· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεται τὶς παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ μόνον πιστεῦε καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο δι’ αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλῶν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων: ἡ παῖς, ἐγείρου.

Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, Καὶ ἀνέστη παραχρῆμα καὶ διέταξεν αὐτὴ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

Νεοελληνική απόδοση

Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού τον έλεγαν Ιάειρο και αυτός ήταν προϊστάμενος της συναγωγής· έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να μπει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη ως δώδεκα χρονών και ήταν ετοιμοθάνατη Και εκεί που πήγαινε ο Ιησούς ο πολύς κόσμος τον έπνιγε.

Και μια γυναίκα που είχε αιμορραγία εδώ και δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλο της το β σε γιατρούς και από κανένα δεν είδε γιατρειά, πλησίασε από πίσω και άγγιξε την άκρη από το ρούχο του Ιησού και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Και είπε ο Ιησούς· Ποιος με άγγιξε; Και ενώ αρνιούνταν όλοι, είπε ο Πέτρος και εκείνοι που ήταν μαζί του. Κύριε, ο κόσμος σε σπρώχνουν και πέφτουν επάνω σου και συ λες· Ποιος με άγγιξε; Και ο Ιησούς είπε· Κάποιος με άγγιξε· γιατί εγώ κατάλαβα πως βγήκε δύναμη από πάνω μου.

Και όταν είδε η γυναίκα πως δεν μπόρεσε να του κρυφτεί, ήλθε τρέμοντας, γονάτισε μπρος του και του εξομολογήθηκε μπροστά σ όλο τον κόσμο για την αιτία που τον άγγιξε και πώς γιατρεύτηκε αμέσως. Και ο Ιησούς της είπε· Έχε θάρρος κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό. Ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγωγού και του λέγει· πέθανε η θυγατέρα σου, μην ενοχλείς το διδάσκαλο. Και ο Ιησούς που το άκουσε αποκρίθηκε στον αρχισυναγωγό και του λέγει· Μη φοβάσαι· μόνο να πιστεύεις και θα σωθεί. Και όταν μπήκε στο σπίτι δεν άφησε να μπει κανένας παρά μόνο ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο πατέρας του κοριτσιού και η μητέρα. Έκλαιγαν όλοι και θρηνούσαν το παιδί. Και εκείνος τους είπε- Μην κλαίτε- δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. Και τον γελούσαν, γιατί ήξεραν πως πέθανε. Και ο Ιησούς αφού τους έβγαλε όλους έξω, κράτησε από το χέρι το κορίτσι, του μίλησε και του είπε· Παιδί μου, σήκω.

Και ξαναγύρισε το πνεύμα του παιδιού και αναστήθηκε αμέσως και ο Ιησούς έδωσε εντολή να του δώσουν να φάει. Οι γονείς του τα έχασαν και ο Ιησούς τους παράγγειλε να μην πουν σε κανέναν αυτό που γίνηκε. 

Ερμηνεία

Τόσο ο Ιάειρος, αγαπητοί μου αδελφοί, όσο και η αιμορροούσα γυναίκα της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής είναι και οι δύο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις ανθρώπων σε στενοχώρια και απελπισία. Ζουν έντονα ένα προσωπικό τους πρόβλημα και δεν έχουν την δύναμη να το λύσουν. Ο μεν Ιάειρος έχει ετοιμοθάνατη την θυγατέρα του, η Αιμορροούσα ενώ δαπάνησε την περιουσία της για να θεραπευθεί από την ασθένεια της δεν κατόρθωσε να θεραπευθεί. Και οι δύο είχαν εξαντλήσει τα εγκόσμια μέσα αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα τους. Παρά ταύτα όμως, δεν έπαυσαν να ελπίζουν και να προσπαθούν έστω και απεγνωσμένα να ξεπεράσουν αισίως τα προβλήματα τους. Γι' αυτό καταφεύγουν στον Κύριο μας και του ζητούν η μεν τη θεραπεία της ασθένειας της ο δε τη θεραπεία της ασθενούσης και αποθνησκούσης θυγατέρας του.

Ο Κύριος μας φιλάνθρωπος σπλαχνίσθηκε και τους δύο για την εμπιστοσύνη τους σε Αυτόν. Την Αιμορροούσα την διαβεβαίωσε ότι θεραπεύθηκε από τη μεγάλη της πίστη και την ενεθάρρυνε να συνεχίσει να εμπιστεύεται το Θεό για τη λύση των προβλημάτων της. Στον Ιάειρο συνέστησε να μην απελπίζεται να μη φοβάται αλλά μόνο να πιστεύει σε Αυτόν.

«Μη Φοβού. Μόνο πίστευε ». Με αφορμή τα περιστατικά της Ευαγγελικής περικοπής και το λόγο- παρότρυνση του Κυρίου μας στον Ιάειρο να μη φοβάται, μόνο να πιστεύει θα μιλήσουμε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχουμε στον Κύριό μας.

Ο κάθε άνθρωπος βασανίζεται από μια αγωνία που προέρχεται από την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Λυποψυχεί όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο. Περισφίγγεται, πνίγεται, κυριεύεται από το φόβο. Καταπιέζεται βυθίζεται στην απόγνωση. Ποικίλα προβλήματα φυγαδεύουν την ειρήνη από το νου του ανθρώπου καθώς ανυπέρβλητα τον καταπιέζουν και αυτός παλεύει απελπισμένα να τα ξεπεράσει. Τέτοιες ανάλογες καταστάσεις και καταστάσεις βιώνει ο καθένας μας.

Σε αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις και τις στιγμές του βίου του ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει τα καθήκοντα της ζωής και τους κινδύνους της έχει ανάγκη από στηρίγματα στα οποία μπορεί να υπολογίζει. Για να μην τον παραλύσει το άγχος. Αλλά για να μπορέσει, παρά τις δοκιμασίες να υπομένει και να ελπίζει ότι θα φθάσει στο σκοπό του, πρέπει να έχει εμπιστοσύνη, να στηρίζεται και να καταφεύγει στο Θεό. Μόνο στο Θεό μπορεί να ελπίζει ο άνθρωπος ότι θα βρει στήριγμα, καταφυγή και παρηγοριά. Τα Εγκόσμια είναι αδύναμα να παρέχουν τέτοια σιγουριά καθώς είναι ασταθή και αβέβαια, περιορισμένα και σχετικά. Σε τίποτε ο άνθρωπος δεν μπορεί να στηρίζεται και να ελπίζει. Η νεότης παρέρχεται. Η δόξα εκπίπτει. Η ισχύς εγκαταλείπει. Τα χρήματα τελειώνουν. Τα αγαθά φθείρονται. Οι άνθρωποι που εμπιστεύονται τα εγκόσμια μαθαίνουν από πείρα, ότι αυτό σημαίνει εμπιστοσύνη στο ψέμα και γεύονται τους καρπούς της μάταιης εμπιστοσύνης τους. Και μένει τέλος ο ΘΕΟΣ το μοναδικό στήριγμα στη ζωή μας. Αυτόν μπορούμε να το εμπιστευόμαστε άφοβα γιατί κανένας δεν διαψεύσθηκε και δεν απογοητεύθηκε επειδή στηρίζει την πάσαν ελπίδα του σε Αυτόν. Τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή διαθήκη είναι γεμάτες από περιπτώσεις ανθρώπων που εμπιστεύτηκαν στο Θεό όχι μόνο τη λύση των πιεστικών προβλημάτων τους, αλλά ολόκληρη τη ζωή τους και το μέλλον τους και δεν διαψεύσθηκαν ούτε εγκαταλείφθηκαν, για αυτό είναι «μακάριοι όλοι όσοι ελπίζουν σε αυτόν» (Ψαλ.β΄13).

Η Εμπιστοσύνη στο Θεό είναι μια συνεχής στάση ζωής. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ζουν οι πιστοί. Ο πιστός εμπιστεύεται για όλα τα προβλήματα του τον παντοδύναμο Θεό και πατέρα του. Η εμπιστοσύνη στο Θεό είναι τόσο πιο ακλόνητη, όσο γίνεται πιο ταπεινή. Βέβαια δε θα πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός, ότι είμαστε αμαρτωλοί και ακόμα να μην υποτιμούμε την ενέργεια των δαιμονικών δυνάμεων μέσα στον κόσμο που απαιτούν να τον εξουσιάζουν. Έτσι ο πιστός αναγνωρίζει την παντοδυναμία και την ευσπλαχνία του Θεού πατέρα, που θέλει να σώσει όλους τους ανθρώπους και να τους καταστήσει θετούς γιούς του «διά Ιησού Χριστού». Αυτά τα συναισθήματα και αυτές οι έννοιες γεννούν την ταπείνωση, το φρόνημα, στο οποίο ευαρεστείται ο Θεός. Εμπιστοσύνη και ταπεινοφροσύνη είναι πράγματι αχώριστες. Εκφράζονται στην προσευχή των πτωχών όπως αυτή του 39 ου ψαλμού. «εγώ δε πτωχός και πένης ειμί. Ο κύριος με φροντίζει».

Όσοι εμπιστεύονται έτσι ταπεινά τον Κύριο στη ζωή τους αισθάνονται μια χαρούμενη σιγουριά. Ο Κύριος μας κατόρθωσε να νικήσει όλες τις δυνάμεις του κακού και να προσελκύσει όλους τους ανθρώπους κοντά του. Δεν προκαλούσε μόνο την εμπιστοσύνη τους, αλλά και θεμελίωνε την ασφάλεια τους. Για αυτό ο χριστιανός που έχει εμπιστοσύνη γίνεται και πιστός μάρτυρας. Στηρίζει την πιστότητα του στην πιστότητα του Θεού , έχει την πεποίθηση ότι η θεία Χάρις θα τελειώσει το έργο του. Πρώτοι οι απόστολοι, κατόπιν οι μάρτυρες και στη συνέχεια όλοι οι άγιοι ανά τους αιώνες έζησαν έχοντες ακλόνητη εμπιστοσύνη στο Θεό. Και αυτή τους έδινε μια χαρούμενη και υπερήφανη σιγουριά. Γι αυτό δε φοβήθηκαν τίποτε. Καμιά απειλή δεν κλόνισε την πίστη τους. Κανένας κίνδυνος καμιά θυσία δεν μείωσαν την αγάπη τους στο Θεό. Αν και έπασχον, υπέφεραν, εδιώκοντο ή εταλαιπορούντο δεν λυπόντουσαν, ούτε φοβόντουσαν. Γνώριζαν ότι ο Θεός εισακούει τις προσευχές του και η θλίψη τους θα μεταβληθεί σε χαρά την οποία κανείς δε θα μπορέσει να τους αφαιρέσει, γιατί είναι η χαρά του Υιού του Θεού.

Αδελφοί μου,

με τέτοια εμπιστοσύνη πλησίασαν και η Αιμορροούσα και ο Ιάειρος τον Κύριό μας. Δεν διαψεύσθησαν γιατί ήλπισαν σε Αυτόν. έλαβαν αυτό που ζητούσαν. Και όχι μόνο αυτό αλλά και περισσότερο. Ο Ιάειρος προσδοκούσε την θεραπεία της θυγατέρας του από το Χριστό. Και ο Κύριος του έδωσε μεγαλύτερη χαρά , ανασταίνοντας την εκ των νεκρών. Στους καιρούς μας που οι ελπίδες διαψεύδονται και τα στηρίγματα κλονίζονται είναι απαραίτητο για τη ζωή μας να προσβλέπουμε με εμπιστοσύνη στον ΚΥΡΙΟ μας. Είναι ο μόνος αψευδής ως παντοδύναμος.

Αρχιμ. Καλλινίκου Νικολάου, ιεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού

Σχόλια

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ

Αν τυχόν κάποια εικόνα ή κείμενο που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα μας υποκύπτει σε πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας στη διεύθυνση appauloskarea@gmail.com για να αναφέρετε τυχόν αντιρρήσεις σας ως προς τη δημοσίευση τέτοιου υλικού.